Rainer Maria Rilke 

Γείτονα Θεέ μου,

ἄν μέσα στή νύχτα τήν ἀτέλειωτη

σ’ ἐνοχλῶ καμμιά φορά μέ τούς σκληρούς μου χτύπους

τό κάνω γιατί σπάνια σ’ ἀκούω ν’ ἀνασαίνεις,

καί ξέρω πώς εἶσαι μέσ’ στήν αἴθουσα ὁλομόναχος.

Κι ἄν χρειάζεσαι κάτι, δέν ὑπάρχει κανένας

γιά νά προσφέρει στά χέρια σου ἕνα πιοτό.

Ἐγώ ἀφουγκράζομαι ἀδιάκοπα.

Δός μου ἕνα μικρό σημεῖο. Εἶμαι τόσο κοντά σου…

Ἕνας λεπτός μονάχα τοῖχος μᾶς χωρίζει,

κι αὐτός ἀπό μία σύμπτωση.

Καί θάφτανε ἕνα κάλεσμα

ἀπ’ τό δικό σου ἤ τό δικό μου στόμα,

γιά νά πέσει ὁ τοῖχος

δίχως τόν παραμικρό κρότο ἤ ἦχο.

Ἀπ’ τίς εἰκόνες Σου εἶναι καμωμένος,

κι αὐτές στέκουν σάν ὀνόματα ἐμπρός Σου.

Μά ἄν κάποτε τό φῶς ἐντός μου ἀνάψει

καί Σέ γνωρίσει ἀπό τά βάθη ὁ ἑαυτός μου,

ξεχύνεται τριγύρω τους σά λάμψη.

(Ἀπόδοση: Παν. Κανελλόπουλου)

 

Subscribe to Email