Θεοδόση Νικολάου

Μία πέτρα στή μέση τῆς θάλασσας.

Τά χείλη τοῦ ἥλιου ἀκουμπημένα στή σκληρή ἐπιφάνεια

Κυματίζουν τό μικρό σῶμα

Καί τό περιβόλι πιά εὐωδιάζει.

Τά νερά κυλοῦν γιά τελευταῖα φορά ἀνάμεσα στούς μαστούς της

Κομίζοντας τό πολύτιμο φορτίο στά κύματα.

Κρυφά τά πατήματα τῆς θεᾶς

Κάτω ἀπό τούς ὑάκινθους, τίς ἴριδες καί τίς ἀνεμῶνες.

Τίς νύχτες μέσα στίς θαλασσοσπηλιές

Καθώς χτενίζουν τά μαλλιά τους οἱ μικρές θεές

Στόν οὐρανό πληθαίνουν τ’ ἄστρα.

Ἄν ὅμως ὡς σήμερα δέν ἔκλεισαν οἱ ἀγκάλες τοῦ οὐρανοῦ

Εἶναι γιατί, ἀνάμεσα σέ πολλά ἄλλα,

Ὁ μικρός καλόγερος μέ στόμα πλατύ

Διαβάζει τό Ἀπόδειπνο κάθε βράδυ.

Προφέρει τίς ἀκατανόητες λέξεις μέ θαυμασμό

Ἀπωσθείσαν φύσιν, μέ ρυομένη, ἧς καί τύχοιμι

Βλέπει τό πόρρω σάν καλλιγράφημα

Καθώς εἶναι κεντημένο μέ μία ψιλή στό ἕνα ρῶ

Καί μία δασεία στό ἄλλο.

Καί ἀκόμη γιατί ὁ μεγάλος καλόγερος

Εὐφραίνεται στό ἄκουσμα τοῦ Κύριε ἐλέησον τεσσαρακοντάκις

Ὅπως στό Ὡρολόγιον τό Μέγα

Τῆς Μεγάλης τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας ἀναγράφεται.

Εἶναι βέβαια καί ἄλλες μικρές λεπτομέρειες

Σχολαστικισμοί ἴσως ἀργόσχολων καί ὀμφαλοσκόπων

Πράγματα ἀσήμαντα καί οὐτιδανά.

Ὅλα αὐτά πού ξαφνικά ἀποχτοῦν σημασία μεγάλη

Ὅπως καλά τό ξέρουν

Αὐτοί πού δόθηκαν στήν ἀνεύρεση τοῦ εἰδικοῦ βάρους τῶν λέξεων

Γιατί δίχως αὐτό

Δέν μποροῦμε νά ζυγίσουμε τό βάρος τῆς ψυχῆς μας.

 

Subscribe to Email