Επί βασιλείας του αυτοκράτορα Αλεξίου του Κομνηνού (1081 – 1118) ξέσπασε στη Βασιλεύουσα φιλονικία που διαίρεσε τους λογίους, τους καταρτισμένους στα ζητήματα της πίστεως και τους έμπλεους ζήλου για την αρετή, με θέμα τους τρεις αγίους ιεράρχες και μεγάλους Πατέρες της Εκκλησίας: τον Μέγα Βασίλειο, τον Γρηγόριο τον Θεολόγο και τον Ιωάννη τον Χρυσόστομο.

Άλλοι έλεγαν ότι προτιμούν το Μέγα Βασίλειο, γιατί ερμήνευε τα μυστήρια της φύσης όπως κανείς άλλος, και με τον νεαρό τον βίο του συναγωνιζόταν τους αγγέλους. Θεμελιωτής του μοναχισμού αρχηγός της Εκκλησίας στον αγώνα της κατά της αίρεσης, αυστηρός ποιμένας και απαιτητικός ως προς την καθαρότητα των ηθών, δεν έβρισκες πάνω του τίποτε το γήινο και το κατώτερο. Γι’ αυτό, έλεγαν, ήταν ανώτερος από τον άγιο Χρυσόστομο ο οποίος από τη φύση του ήταν πιο συγκαταβατικός προς τους αμαρτωλούς.

Άλλοι, παίρνοντας το μέρος του ονομαστού αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως, αντιστρέφοντας το επιχείρημα, υποστήριζαν ότι ο Ιωάννης διόλου δεν υπολειπόταν σε ζήλο του Βασιλείου, είτε επρόκειτο για τον αγώνα κατά των παθών είτε για την καθοδήγηση των αμαρτωλών στην μετάνοια και την ανύψωση του λαού προς την ευαγγελική τελείωση. Ασυναγώνιστος σε ευγλωττία, ο «Χρυσορρήμων» αυτός ποιμένας γεώργησε την Εκκλησία με έναν αληθινό ποταμό λόγων, στους οποίους ερμήνευε τον θείον λόγον και έδειχνε πώς εφαρμόζεται στην καθημερινή ζωή, με ρητορική τέχνη ανώτερη των δύο άλλων αγίων διδασκάλων.

Μια άλλη ομάδα υποστήριζε ότι ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος ήταν ο ανώτερος, λόγω της κομψότητος, του εύρους και του βάθους του θεολογικού του λόγου. Έχοντας αφομοιώσει το σύνολο της ελληνικής σοφίας και ρητορικής, έφθασε, έλεγαν, σε τέτοιο ύψος θεωρίας του Θεού, ώστε κανείς άλλος δεν μπορούσε να εκφράσει τόσο τέλεια το δόγμα της Αγίας Τριάδος.

Καθώς λοιπόν ο καθένας υπερασπιζόταν με αυτό τον τρόπο τον ένα πατέρα έναντι των άλλων δύο, σε λίγο η έριδα εξαπλώθηκε σε ολόκληρο το χριστιανικό λαό της Βασιλεύουσας και αντί να ευνοεί την αφοσίωση στους αγίους, προκαλούσε ταραχές, διαφωνίες και διαμάχες χωρίς τέλος ανάμεσα στις τρεις παρατάξεις.

Το ζήτημα έλυσε ο άγιος Ιωάννης Μαυρόποδα, μητροπολίτης Ευχαΐτων, όποιος, μετά από όνειρο - εμφάνιση των αγίων, κάλεσε το λαό να τιμούν και τους Τρεις Ιεράρχες μαζί στο τέλος Ιανουαρίου, επειδή το μήνα αυτό γιορτάζει ξεχωριστά ο καθένας.

Κλείνοντας το μήνα Ιανουάριο, κατά τον οποίο εορτάζουμε τόσους ένδοξους ιεράρχες, ομολογητές και ασκητές, με την κοινή εορτή των Τριών μεγάλων Ιεραρχών, η Εκκλησία ανακεφαλαιώνει κατά κάποιο τρόπο τη μνήμη όλων των αγίων που έδωσαν μαρτυρία της Ορθοδόξου πίστεως με τα γραπτά και τον βίο τους.

Από το Νέο Συναξαριστή της Ορθοδόξου Εκκλησίας, τόμος πέμπτος, έκδοση Ίνδικτος, Αθήναι, 2014, σ. 352

 

Subscribe to Email