Σύμφωνα με τα παραπάνω....
Σύμφωνα με τα παραπάνω, η ορθόδοξη Εκκλησία αγωνίζεται πάντοτε για την επικράτηση των χριστιανικών ιδεωδών της ειρήνης, της ελευθερίας, της ισότητας, της αδελφοσύνης, της κοινωνικής δικαιοσύνης και της αγάπης μεταξύ των λαών. Αυτή η ίδια η εν Χριστώ Αποκάλυψη χαρακτηρίζεται «ευαγγέλιον της ειρήνης», γιατί ο Χρίστος, «ειρηνοποιήσας διά του αίματος του Σταυρού» τα πάντα, «ευαγγελίσατο ειρήνην τοις μακράν και τοις εγγύς» και κατέστη «η ειρήνη ημών». Η ειρήνη αυτή, η «πάντα νούν υπερέχουσα», είναι, όπως είπε ο ίδιος ο Κύριος στους μαθητές του τη νύχτα του Μυστικού Δείπνου, ευρύτερη και ουσιαστικότερη από την ειρήνη, την οποία επαγγέλλεται ο κόσμος: «Ειρήνην αφίημι υμίν, ειρήνην την εμήν δίδωμι υμίν, ου καθώς ο κόσμος δίδωσιν, εγώ δίδωμι υμίν». Κι αυτό, γιατί η ειρήνη του Χριστού είναι ο ώριμος καρπός της ανακεφαλαίωσης όλων στο πρόσωπό του, της ανάδειξης της ιερότητας και του μεγαλείου του ανθρώπινου προσώπου ως εικόνα Θεού, της προβολής της οργανικής ενότητας σ' αυτόν του ανθρώπινου γένους και του κόσμου της καθολικότητας των ιδεωδών της ειρήνης, της ελευθερίας, της ισότητας και της κοινωνικής δικαιοσύνης μέσα στο σώμα του Χριστού, και, τέλος της καρποφορίας της χριστιανικής αγάπης μεταξύ των ανθρώπων και των λαών του κόσμου. Η πραγματική ειρήνη είναι ο καρπός της επικράτησης πάνω στη γη όλων αυτών των χριστιανικών ιδεωδών. Είναι η άνωθεν ειρήνη για την οποία πάντοτε εύχεται η Ορθόδοξη Εκκλησία στις καθημερινές της δεήσεις,ζητώντας αυτήν απ' τον Θεό πού τα πάντα μπορεί και ακούει τις προσευχές αυτών που προσέρχονται με πίστη σ' Αυτόν.
Από τα παραπάνω γίνεται φανερό γιατί η Εκκλησία, ως «Σώμα Χριστού», προβλήθηκε ως «η όρασις της ειρήνης» του κόσμου, και βέβαια της πραγματικής και καθολικής ειρήνης, την οποία ευαγγελίστηκε ο Χριστός. Εμείς είμαστε, λέει ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς, «το ειρηνικόν γένος», οι «ειρηνικοί στρατιώται» του Χριστού. Η ειρήνη, λέει αλλού ο ίδιος, είναι συνώνυμη της δικαιοσύνης. Ο Μέγας Βασίλειος προσθέτει «ου δύναμαι πείσαι εμαυτόν, ότι άνευ της εις αλλήλους αγάπης και άνευ του, το εις εμέ ήκον, ειρηνεύειν προς πάντα δύναμι άξιος κληθήναι δούλος Ιησού Χριστού». Αυτό είναι τόσο αυτονόητο για τον Χριστιανό, ώστε «ουδέν ούτως ίδιόν εστι Χριστιανού ως το ειρηνοποιείν».
Οφείλουμε συγχρόνως να υπογραμμίσουμε ότι το πνευματικό δώρο της ειρήνης εξαρτάται και από την ανθρώπινη συνεργία. Το ΄Αγιο Πνεύμα χορηγεί πνευματικά δώρα όταν υπάρχει ανάβαση της ανθρώπινης καρδιάς προς τον Θεό, όταν με μετάνοια επιζητεί κανείς τη δικαιοσύνη του Θεού. Το θείο δώρο της ειρήνης εμφανίζεται εκεί όπου οι Χριστιανοί καταβάλλουν προσπάθεια στο έργο της πίστης, της αγάπης και της ελπίδας στον Κύριο μας Ιησού Χριστό.
Μιλώντας για την ειρήνη του Χριστού, ως την αληθινή ειρήνη, εννοούμε την ειρήνη που επιτυγχάνεται στην Εκκλησία. Η αμαρτία είναι πνευματική ασθένεια, της οποίας τα εξωτερικά συμπτώματα είναι οι ταραχές, οι έριδες, οι πόλεμοι με τις τραγικές τους συνέπειες. Η Εκκλησία επιδιώκει να εξαλείψει όχι μόνο τα εξωτερικά συμπτώματα αυτής της ασθένειας, αλλά και την αιτία αυτών, την αμαρτία.
Συγχρόνως η Ορθόδοξη Εκκλησία θεωρεί καθήκον της να επικροτεί κάθε τι που εξυπηρετεί πράγματι την ειρήνη και ανοίγει το δρόμο προς τη δικαιοσύνη, την αδελφοσύνη, την αληθινή ελευθερία και την αμοιβαία αγάπη.
Από τη διακήρυξη της
Γ΄ Προσυνοδικής Πανορθόδοξης Διάσκεψης
Ευαγγελική αντίληψη για την ισοτιμία των φύλων απέχει πολύ από τη συνηθισμένη για το φεμινισμό αντίληψη. Το Ευαγγέλιο δεν μιλά για μια τεχνιτή εξίσωση ή ισοπέδωση του άνδρα και της γυναίκας αλλά για την αμοιβαία ανάδειξη της προσωπικής τους ιδιομορφίας μέσα από την αγαπητική τους σχέση
Η γυναικεία χειραφέτηση δεν επιτυγχάνεται με την αποδοχή του ανδρικού μοντέλου ζωής, με την κατάφαση των υπαρχουσών δομών και ρυθμών της κοινωνίας, με τη συνηγόρηση του υπάρχοντος συστήματος αξιών, φτάνει να γίνεται αποδεκτό σε αυτό και το γυναικείο φύλο. Με αυτήν την αντίληψη η γυναίκα δεν κερδίζει τίποτε άλλο παρά να μετριέται με το κυρίαρχο πλαίσιο ζωής, καλλιεργώντας έτσι την εξομοίωσή της με αυτό (αποδοτικότητα, αποτελεσματικότητα, επιθετικότητα). Στο όνομα της ισότητας η γυναίκα εισήλθε στους διάφορους αλλοτριωτικούς μηχανισμούς της σημερινής κοινωνίας χωρίς να μπορέσει καθόλου να τους αλλάξει.
Ο φεμινισμός δεν επιτυγχάνεται όταν η γυναίκα δέχεται να αναμετρηθεί με τον άνδρα και αναδείχνεται ισάξιά του στο ανδροκεντρικό επίπεδο αλλά όταν ακριβώς απορρίπτει τα ανδρικά κριτήρια και αρνιέται να μετρηθεί με αυτά. Στο Ευαγγέλιο δεν υπάρχει η γνωστή διαμάχη γύρω από το αν η γυναίκα είναι κατώτερη ή ίση με τον άνδρα γιατί κάτι τέτοιο σημαίνει ότι η γυναίκα βιώνει το φύλο της ως μειονεξία που η αντιστάθμισή της επιδιώκεται με το συναγωνισμό στο ήδη θεσμοθετημένο από τους άνδρες κοινωνικό πλαίσιο. Η γυναίκα δεν είναι ούτε ανώτερη ούτε κατώτερη από τον άνδρα. Είναι άλλη και διαφορετική.
Γι' αυτό η πρόοδος τελικά δεν επέρχεται με την είσοδο της γυναίκας στους ρόλους που καθόρισε ο άνδρας, ούτε με τη δημιουργία βέβαια ενός άλλου μοντέλου, αλλά ακριβώς με την άρνηση κάθε μοντέλου βίας και υποταγής, ανταγωνισμού και εξουσίας. Γιατί ασφαλώς σε τίποτα δεν αλλάζει η ουσία των πραγμάτων, αν σε μια θέση εκμετάλλευσης και απανθρωπιάς δεν βρίσκεται άνδρας αλλά γυναίκα. ΄Αλλωστε το δικαίωμα ψήφου των γυναικών - αναφαίρετο δικαίωμα τους - πόσο άλλαξε το πολιτικό ήθος και εξάγνισε την εξουσία; Το δικαίωμα των γυναικών στην εργασία - αναφαίρετο δικαίωμα τους - πόσο λύτρωσε από την αποξένωση και την πολτοποίηση;
Η ουσιαστική απελευθέρωση της γυναίκας θα επιτευχθεί όταν γίνει συνείδηση ότι ελευθερία της γυναίκας σημαίνει και ελευθερία του άνδρα, πράγμα που προϋποθέτει αμοιβαιότητα αγάπης, αποδέσμευση από τα πλαίσια του ανταγωνισμού και της εχθρότητας των φύλων και των ανθρώπων. H oυσιαστική απελευθέρωση της γυναίκας θα επιτευχθεί με την προφορά ενός διαφορετικού λόγου και την εκδοχή μιας άλλης όψης του κόσμου.
Στους καιρούς μας πού η καταναλωτική σκευωρία κάνει το καθετί μετατρέψιμο και αντικατάστατο, η ερωτική σχέση παραμένει το έσχατο αποκούμπι ομορφιάς και γνησιότητας στις σχέσεις των ανθρώπων, το τελευταίο απομεινάρι για να αναδειχθεί το πρόσωπο στην ιδιαιτερότητά του, όταν γίνεται για το σύντροφό του ο ένας και μοναδικός. Αν στον έρωτα, αυτή την πιο στενή ψυχοσωματική σχέση των ανθρώπων και την απόλυτη κατάφαση του άλλου, αυτή την ουσιαστική συνάντηση αγαπώμενων προσώπων και του ολοκληρωτικού δοσίματος του εαυτού μας, αν στον έρωτα λοιπόν αφήνεται η γυναίκα να μετατρέπεται σε αντικείμενο ηδονής και να υποτάσσεται στην ατομική εγωκεντρική επιθυμία του άνδρα, τότε η ελευθερία της είναι ακόμη μακρυά.
Γιατί η ελευθερία βρίσκεται στην αγάπη και η αγάπη στην ανδρόγυνη κοινωνία, τη μεταμορφωμένη μέσα στη χάρη του καινούργιου κόσμου που έρχεται και είναι ήδη παρόν.
Σταύρος Σ.Φωτίου
Στον ερωτικό χώρο καλούνται σήμερα οι Χριστιανοί να προσφέρουν ένα φως, ένα νόημα, ένα κάλεσμα:
Στον ερωτικό χώρο καλούνται σήμερα οι Χριστιανοί να προσφέρουν ένα φως, ένα νόημα, ένα κάλεσμα: το κάλεσμα να αντικατασταθεί κάθε σχέση κ α τ ο χ ή ς, όπου η γυναίκα υποβιβάζεται σε ερωτικό αντικείμενο μέσα σε μια σαδομαζοχιστική προοπτική, με μια σχέση αμοιβαιότητας, αλληλοσεβασμού και κοινωνίας. Ποτέ ως τα τώρα οι νέοι δεν προαισθάνθησαν, όπως σήμερα, στον έρωτα την τελευταία τους ιερή περιοχή. Παρά τις παγίδες της πορνογραφίας, ποτέ προηγουμένως οι νέοι δεν προσδόκησαν τόσα πολλά από τη φιλοστοργία και την τρυφερότητα. Το μήνυμα της Εκκλησίας είναι αυτή η ένωση της τρυφερότητας, της απεραντοσύνης της ζωής και της απόλυτης αξίας του προσώπου.
Olivier Clement
1. Η πρόκληση της γλώσσας
Η πρώτη πρόκληση είναι αυτή της γλώσσας. Εδώ συναντούμε ένα πολύ σύγχρονο και πολύ οξύ πρόβλημα. Θα μπορούσαμε να το καθορίσουμε με τη φράση «γλωσσικός πληθωρισμός» ή «πληθωρισμός των λέξεων». Πλημμυρίζουμε καθημερινά από κάθε είδος λόγων, από μεγάλα βιβλία μέχρι φυλλάδια, από ποικίλα περιοδικά μέχρι διασκεδαστικά αυτοκόλλητα. Τα τυπωμένα λόγια συνοδεύουν το καθετί. Εμφανίζονται σε κάθε πιθανή ή απίθανη επιφάνεια. Όπου κι αν στρέψουμε το βλέμμα, σκουντουφλούμε πάνω σε τυπωμένες λέξεις. Τα οπτικά μας νεύρα και, κατά συνέπεια το μυαλό μας, δέχονται επίθεση από γραπτά μηνύματα ανελέητα και χωρίς διακοπή.
Ταυτόχρονα είμαστε στο έλεος ακουστικών μηνυμάτων της γλώσσας ως ήχου: ραδιόφωνο, στέρεο, τηλεόραση, συνεχείς ανακοινώσεις σε δημόσιους χώρους κλπ.
Αυτή η ακουστική και οπτική παρουσία της γλώσσας, αυτή η κατάσταση όπου πολιορκείσαι και βομβαρδίζεσαι από αναρίθμητες λέξεις, γίνεται πράγματι συντριπτική. Δημιουργεί συνάμα ένα αίσθημα αβάσταχτης πίεσης και πληθωρισμού λέξεων, υποτίμησης της γλώσσας. Οι άνθρωποι πείθονται όλο και περισσότερο ότι οι λέξεις είναι εξαιρετικά φτηνές, απελπιστικά ανέδοξες και χωρίς αξία. Η γλώσσα όλο και πιο πολύ χάνει τη λειτουργία της ως φορέας νοημάτων, ως μέσο επικοινωνίας και καταντά ένας ουδέτερος ή ερεθιστικός θόρυβος, κάτι σαν βόμβος, σαν θανάσιμο νανούρισμα που οδηγεί σε πνευματική νάρκωση.
Αυτή η κατάσταση αποτελεί κάτι περισσότερο από πρόκληση για τη θεολογία και την Εκκλησία. Τί θα μπορούσαμε να προσφέρουμε ως απάντηση; Από έναν αριθμό δυνατών απαντήσεων, επιτρέψτε μου να αναφέρω δύο μόνο για παραπέρα προβληματισμό.
Η πρώτη είναι απλώς η σιωπή.
Η προσπάθειά μας απέναντι στο γλωσσικό πληθωρισμό είναι ν΄ αρχίσουμε να καλλιεργούμε μια γνώση και μια διάθεση για σιωπή, μια ανάγκη για δημιουργία ζωνών και χώρων ησυχίας στη ζωή μας. Η θεολογία θα έπρεπε να οδηγεί στην αλάνθαστη ομορφιά του κόσμου της σιωπής. Είναι καιρός να τονίσουμε εκ νέου τις πολλές όψεις και πλευρές της εν Χριστώ σιωπής, ν΄ ανακαλύψουμε εκ νέου τον πλούτο και τη λειτουργία μιας γλωσσικής αποχής, όπως αυτή εκδηλώνεται στη ζωή των αγίων και ασκητών της Εκκλησίας μας. Η θεολογία θα έπρεπε μεταξύ άλλων να γίνει άσκηση για σιωπή και ησυχία, γεμάτων με την παρουσία του Θεού, παιδεία για μια γεμάτη νόημα σιωπή, διά μέσου της οποίας θα μπορούσαμε να έρθουμε σ΄ επαφή με το λόγο και τον κόσμο του Θεού.
Η δεύτερη απάντηση στην πρόκληση του σύγχρονου γλωσσικού εκφυλισμού είναι η εκ νέου επικέντρωση στη θεολογική πραγματικότητα της ιερότητας της γλώσσας. Για τη θεολογία η γλώσσα είναι ιερή, επειδή σχετίζεται άμεσα με το λόγο του Θεού -το λόγο που έφερε στην ύπαρξη το γιγάντιο σύμπαν, το λόγο ο οποίος είναι το κατεξοχήν όχημα της Αποκάλυψης του Θεού, της θείας αλήθειας σε μας. Η ιερότητα της γλώσσας και η μοναδικότητά της είναι το επίκεντρο της θεολογικής επεξεργασίας λόγω της άμεσης και αποφασιστικής σύνδεσης της σωτηριολογίας με την Εσχατολογία. Η θέση μας στη βασιλεία του Θεού εξαρτάται από την ομολογία εκ μέρους μας της πίστης, δηλαδή από μια λεκτική ομολογία (βλ. Ματθ. 10:32-33.Ρωμ. 10:9-10). Δεν πρέπει να λησμονούμε ότι η καρδιά της βασικής πράξης ενός μάρτυρα είναι γλωσσική, δηλαδή ένα λεκτικό γεγονός, μια προφορική δήλωση της πίστεως στον Χριστό, τον Κύριο. Εδώ η γλώσσα φθάνει στην ύψιστή της κατάσταση. ΄Ισως ασχολούμενοι με το γλωσσικό πληθωρισμό, είναι επίκαιρο να μελετήσουμε σοβαρά και με τιμιότητα την προειδοποίηση του Ιησού στο Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο (12:36-37): "Λέγω δε υμίν ότι παν ρήμα αργόν ό εάν λαλήσωσιν οι άνθρωποι, αποδώσουσι περί αυτού λόγον εν ημέρα κρίσεως. εκ γαρ των λόγων σου δικαιωθήση και εκ των λόγων σου καταδικασθήση".
2. Η πρόκληση της βιοϊατρικής τεχνολογίας
Η δεύτερη μεγάλη πρόκληση η οποία ελκύει την προσοχή μας είναι αυτή που δημιουργείται με τη λεγόμενη βιοϊατρική τεχνολογία. Στην πραγματικότητα σ΄ αυτήν την περίπτωση συναντούμε όχι μια αλλά διάφορες σοβαρές προκλήσεις, οι οποίες προέρχονται από τη βιοχημεία, τη βιολογία, τη βιοϊατρική και τη βιοτεχνολογία.
Ποιά ειδικά είναι τα προβλήματα στην περίπτωση αυτή; Εδώ έχουμε να κάνουμε με πολύ προωθημένες τεχνικές στη γενετική μηχανική. Οι σκοποί των επιστημόνων που συμμετέχουν στα πειράματα και τα διάφορα σχέδια είναι πολλαπλοί και ποικίλουν.
Επιτρέψτε μου να αναφέρω μερικούς:
(α) Η τροποποίηση των κληρονομικών μηχανισμών των μικροοργανισμών ή κυττάρων,
(β) Η συγχώνευση κυττάρων διαφόρων ζωντανών οργανισμών,
(γ) Η σύνθεση και παραποίηση του DNA (αρχικά του δεσοξυριβοζονουκλεϊνικού οξέως), το οποίο συχνά χαρακτηρίζεται ως το κύριο μόριο της ζωής, και
(δ) το οποίο είναι και το πιο σημαντικό, η συμπλοκή γονιδίων ή επανασυνδυασμένου DNA, ένα τρομερό επίτευγμα, που συγκρίνεται μόνο με τη διάσπαση του ατόμου και την επακόλουθη απελευθέρωση πυρηνικής ενέργειας. Το τελικό αποτέλεσμα όλης αυτής της επιστημονικής δραστηριότητας είναι η δυνατότητα για δραστική παρέμβαση στις βασικές κληρονομικές διαδικασίες.
Η πρόκληση για τη θεολογία είναι καταφανής, παρά το ότι τα είδη που μνημονεύθηκαν πιο πάνω είνα μερικά μονάχα παραδείγματα. Πώς αντιμετωπίζουμε αυτό το φοβερό επιχείρημα; Μπορεί η θεολογία να μένει ουδέτερη και άφωνη; Πρόκειται να συμμετέχουμε ως υπνωτισμένοι ή αφελείς θεατές, παρακολουθώντας μια διαδικασία η οποία ίσως παράγει σωτήρια φάρμακα αλλά και θανατηφόρους ιούς και, γιατί όχι, τέρατα; Στην περίπτωση αυτή, που είναι εξαιρετικά λεπτή και πολύπλοκη, το καθήκον της θεολογίας θα έπρεπε, ίσως, ν΄ αρχίσει με μια νέα υπογράμμιση της ιερότητας της ζωής, με πάρα πέρα καλλιέργεια του σεβασμού για κάθε ζωντανό πλάσμα. Το φαινόμενο της ζωής, το εκπληκτικό αυτό φαινόμενο που προκαλεί δέος, απαιτεί μεθοδική, φιλόπονη και εκτεταμένη θεολογική εργασία στα χρόνια που μας έρχονται. Επιπλέον, αυτή είναι μια περίπτωση και μια περιοχή, όπως η αλήθεια της δημιουργίας της ζωής από τον Θεό και της δημιουργίας του ανθρώπου από τον Θεό, που θα έπρεπε να υπογραμμισθεί μ΄ έμφαση. Το γεγονός ότι ο άνθρωπος είναι δημιουργημένος κι όχι αυτόνομος και στηριζόμενος στον εαυτό του είναι υπέρτατης αξίας για όλα τα πειράματα και τις προσπάθειες που έχουν σχέση με τη βιοϊατρική τεχνολογία. Πρέπει να παραδεχτούμε ότι έχουμε όρια ως άνθρωποι, ότι η φύση μας είναι πεπερασμένη. Δεν είμαστε ανεξάρτητοι κι ας αφήσουμε κατά μέρος τί προσποιούμαστε ότι είμαστε. Δεν είμαστε οι κύριοι της ζωής στο σύμπαν. Υπάρχει μια αμοιβαιότητα σχέσεων μεταξύ Θεού, ανθρώπου και ζωντανών οργανισμών. Υπάρχει ένα δίκτυο διασυνδέσεων που προέρχεται από το αρχικό γεγονός της δημιουργίας.
Η θεολογία θα μπορούσε και θα έπρεπε να παρουσιάσει τις αλήθειες αυτές στον κόσμο όχι ως αρνητικό δόγμα αλλά ως θετική και υψοποιό διδασκαλία, διδασκαλία που αποκαθιστά την ιδέα της ιερότητας της ζωής και διευκρινίζει το ρόλο του ανθρώπου ως εξερευνητή μέσα στο δημιουργημένο κόσμο, του οποίου αποτελεί αναπόσπαστο μέρος, αφού και ο ίδιος είναι ένα δημιουργημένο ον.
Η τρίτη πρόκληση εμφανίζεται στον εκπληκτικά περίπλοκο κόσμο των ανθρωπίνων σχέσεων. Αυτό που βιώνουμε σήμερα και εκείνο που θα γίνει πιο έντονο στα χρόνια που έρχονται είναι μια βαθιά και ριζική αλλαγή ή κλονισμός στις σχέσεις αυτές. Βασικοί θεσμοί, όπως ο γάμος, βρίσκονται υπό συνεχή συζήτηση κι εξονυχιστική έρευνα και αναθεώρηση. Οι ενδοοικογενειακές σχέσεις και δυναμική αποσταθεροποιούνται με αυξανόμενο ρυθμό. Η χωρίς αναπνοή κινητικότητα, ο τρόπος ζωής στα μεγάλα αστικά κέντρα μεταβάλλονται αδιάκοπα σε παράγοντες που εμποδίζουν τις ουσιαστικές και μόνιμες σχέσεις. Η ανάγκη για βίωση δίδει ώθηση στο να υπεραναπτυχθούν ισχυρά ατομικιστικά και ζωώδη στοιχεία στους ανθρώπους. Μεγάλες περιοχές υπηρεσιών, ειδικά οι δημόσιες υπηρεσίες περιέρχονται σταθερά στην κυριαρχία της τεχνολογίας των ηλεκτρονικών υπολογιστών, η οποία οδηγεί σε πάρα πέρα δραματική μείωση της επικοινωνίας μεταξύ των ανθρώπων. Η απο-προσωποποίηση και η απ-ανθρωποποίηση καταβροχθίζει αδυσώπητα μεγάλο μέρος της καθημερινής ζωής. Ευρείες και ζωτικές περιοχές των διαπροσωπικών σχέσεων, όπως η ανθρώπινη σεξουαλικότητα, δέχονται αδιάλειπτα επιδράσεις και τροποποιούνται από καταστροφικούς παράγοντες. Το σπάσιμο των σχέσεων, η αυξανόμενη δυσκολία για πραγματική σε βάθος επικοινωνία και η επακόλουθη μοναξιά και απομόνωση στο σύγχρονο κόσμο, αποτελούν μια πρόκληση κολοσσιαίων διαστάσεων για τη θεολογία και την Εκκλησία μας.
Εδώ η ορθόδοξη θεολογία έχει το υψηλό και επείγον καθήκον να μεταφέρει στους ανθρώπους τον ανεξάντλητο πλούτο των ανθρωπολο γικών και σωτηριολογι κών αληθειών και εμπειριών της Εκκλησίας. Οι αλήθειες αυτές θα μπορούσαν και θα έπρεπε να παρουσιαστούν, ερμηνευθούν εκ νέου και αναλυθούν. Θα έπρεπε να εφαρμοστούν αυτές με αγάπη και φροντίδα στα σχετικά προηβλήματα.
Η ιερότητα του ανθρώπινου προσώπου, ενός προσώπου λυτρωμένου εν Χριστώ, θα έπρεπε να έρθει ξανά στο επίκεντρο. Ταυτόχρονα το φοβερό και μεγαλειώδες μυστήριο της Αγίας Τριάδος, ως αποκάλυψης των υπέρτατων και τέλειων διαπροσωπικών σχέσεων, δίδει μια μοναδική απάντηση σ΄ έναν αριθμό δύσκολων ερωτημάτων.
Επιπλέον, το γεγονός του θεσμού της Εκκλησίας ως του χώρου της αποκάλυψης της θείας αλήθειας, το γεγονός ότι αυτή η αλήθεια και η ζωή που τη συνοδεύει έχουν δοθεί όχι σε άτομα ως τέτοια, αλλά στην Εκκλησία ως σώμα, σ΄ έναν οργανισμό καθορισμένο με μοναδικό τρόπο από σχέσεις, δίδει στη θεολογία τεράστιες δυνατότητες.
Η ιερότητα του ανθρώπινου προσώπου και η ιερότητα και απόλυτη προτεραιότητα των διαπροσωπικών σχέσεων, με την τελική αναφορά τους στην Αγία Τριάδα και η άμεση φανέρωσή τους στη ζωή της Εκκλησίας διά μέσου των αιώνων, αποκαλύπτει μιά γοητευτική προοπτική για μας.
Πρέπει με κάθε ταπεινοφροσύνη ν΄ αποδεχτούμε την πρόκληση ως δώρο του Θεού και να προχωρήσουμε μ΄ ευγνωμοσύνη στην εργασία.
Αρχιεπίσκοπος Αμερικής Δημήτριος
Καθηγητής Θεολογικής Σχολής «Τίμιος Σταυρός» Βοστώνης
Ποιος είναι κατά τη γνώμη σας ο σκοπός της ανθρώπινης κοινωνίας στον καιρό μας;
Πρέπει μάλλον να μιλήσουμε για σκοπούς.
Πρέπει μάλλον να μιλήσουμε για σκοπούς. Για σκοπούς τόσο πολλούς και τόσο μικρούς, ώστε στον καιρό μας να έχουμε έλλειψη σκοπών. Στις μέρες μας επικρατεί σύγχυση.
΄Ομως μέσα στη σύγχυση μπορεί κανείς να διακρίνει δυο ρεύματα. Αυτά είναι:
α) Η αναζήτηση των ανέσεων, της ευδαιμονίας, η καλυτέρευση της ζωής, που στηρίζεται στην όλο και μεταλύτερη παραγωγή καταναλωτικών αγαθών. ΄Ολα στις μέρες μας φαίνεται να διακονούν στη δημιουργία ανέσεων. Τα εργοστάσια, ακόμα και τα σχολεία. Τα παιδιά διαλέγουν το επάγγελμά τους ανάλογα με τις απολαβές που θα έχουν.
Ο ορίζοντας όμως που ορίζεται από τα όρια παραγωγή-κατανάλωση είναι για τον άνθρωπο υπερβολικά στενός. Και ο άνρωπος αισθάνεται ασφυξία, είναι η ρουτίνα, η ανία κλπ. ΄Ετσι δημιουργείται ένα δεύτερο ρεύμα.
β) Η προσπάθεια απλευθερώσεως από τον κλοιό της καταναλωτικής κοινωνίας. Αυτό φαίνεται κυρίως σε μερικά πρωτοποριακά κινήματα, πού όμως σιγά-σιγά, βρίσκουν όλο και ευρύτερη απήχηση. Στη φιλοσοφία π.χ. είναι το κίνημα του υπαρξισμού και του στρουκτουραλισμού. Στο θέατρο, το λεγόμενο «θέατρο του παραλόγου». Στη ζωγραφική, ο Πικάσσο κλπ. Αυτή η κίνηση για την απελευθέρωση από το κατεστημένο παρατηρείται τόσο στη Δύση, όσο και στην Ανατολή – θυμηθείτε το Σελτζενίτσιν. Είναι φαινόμενο παγκόσμιο.
΄Ομως και οι δυο αυτοί σκοποί: παραγωγή-κατανάλωση από το ένα μέρος, αποδέσμευση από τον κλοιό που δημιουργούν οι δυο αυτοί πόλοι, από το άλλο, είναι σκοποί περιορισμένοι. Δεν έχουν τη δυνατότητα να δώσουν στον άνθρωπο την ελευθερία.
Αλλά με ρωτήσατε ποιοί είναι, όχι ποιοι πρέπει να είναι, οι σκοποί της κοινωνίας.
Πώς αντικρύζουν την κοινωνία αυτή οι νέοι μας;
Το πρώτο αίσθημα που έχουν οι νέοι, όταν αντικρύζουν τη σημερινή κοινωνία και συνειδητοποιούν ότι πρέπει να ενταχθούν σ’ αυτή, είναι ο τρόμος. Η κοινωνία μας δεν είναι μια γοητευτική κοινωνία. Στη συνέχεια μπορεί να διακρίνει κανείς δυο ομάδες νέων:
α) Πολλοί νέοι μετά από μερικές πρώτες αψιμαχίες υποτάσσονται. Συμβιβάζονται και αγωνίζονται πλέον στη συνέχεια να αποκτήσουν τα προσόντα εκείνα που είναι απαραίτητα για να ζήσουν και να επιβληθούν στην κοινωνία. ΄Ετσι όμως οι νέοι, τα παιδιά, ζουν από τα πρώτα τους χρόνια μέσα σε μια τρομερή κόπωση σωματική ψυχολογική. Χάνουν την εμπιστοσύνη όχι μόνο στους ανθρώπους, αλλά και στη ζωή, συντρίβεται μέσα τους η ελπίδα και η αισιοδοξία. Γίνονται απλές καταναλωτικές μονάδες, αλλοτριώνονται. Και σκληρύνονται. Γι’ αυτό από τον κόσμο μας λείπει η στοργή.
β) Μια άλλη μερίδα νέων αποτελείται από εκείνους που αντιδρούν. Είναι γνωστά και δεν χρειάζεται να υπενθυμίσει κανείς τα κινήματα των νέων στην Ευρώπη, στην Αμερική, αλλά και στην Τσεχοσλοβακία. Η αμφισβήτηση είναι και αυτή φαινόμενο παγκόσμιο. Εάν οι νέοι στην Ελλάδα δεν φαίνονται να αντιδρούν δεν πρέπει να νομίσουμε ότι και δεν αμφισβητούν. ΄Ισω η αιτία της σιωπής τους να πρέπει να αναζητηθεί αλλού.
Βέβαια η αμφισβήτηση αυτή των νέων, όπως γίνεται πολλές φορές (χίππυς, κινήματα στα πανεπιστήμια κλπ) φαίνεται ότι δεν έχει καρπούς. Είναι μόνο μια απλή αντίδραση. Υπάρχει όμως και μια δημιουργική αντίδραση, μια αμφισβήτηση που δεν γκρεμίζει μόνο, αλλά και που χτίζει. Και βλέπει κανείς με χαρά μερικά τέτοια δείγματα στην Ελλάδα, τόσο στη λογοτεχνία, όσο και στο τραγούδι, στο θέατρο κλπ.
΄Ομως και πάλι δεν με ρωτήσατε πώς πρέπει να αντιδρούν οι νέοι, αλλά πώς αντιδρούν.
Ποια είναι η σχέση του Θεού με την ανθρώπινη κοινωνία;
Θα μου επιτρέψετε να πω πρώτα ποια δεν είναι.
Πρώτο, δεν είναι μια σχέση αλλοτριώσεως. Ο Θεός δεν κατακυριαρχεί και δεν εξουθενώνει τον άνθρωπο. ΄Επλασε τον άνθρωπο ελεύθερο και σέβεται την ελευθερία του. Ο Θεός θέλει τον άνθρωπο αξιοπρεπή.
Δεύτερο, ο Θεός δεν είναι ένα στήριγμα των κοινωνικών συμβατικοτήτων. Η Εκκλησία θεωρείται συχνά στις μέρες μας ως ένας κοινωνικός παράγοντας. Δεν είναι όμως κάτι τέτοιο η Εκκλησία. Ο Χριστιανισμός ήρθε στον κόσμο και έφερε μια πλήρη ανατροπή του ρωμαϊκού STATUS ήρθε σαν μια επανάσταση και ανανέωση βάθους. Και αυτό ήταν στις μεγαλύτερες στιγμές του μέσα στην ιστορία ο Χριστιανισμός.
Ποια όμως είναι τότε η σωστή σχέση του Θεού με την ανθρώπινη κοινωνία;
Το θέμα είναι τεράστιο. Δεν θα περιγράψω παρά μια μόνο πτυχή του.
Η σχέση του Θεού με την ανθρώπινη κοινωνία είνα μια σχέση κ ο ι ν ω ν ί α ς. Ο ίδιος ο Θεός, πριν απ’ όλα, είναι μια κοινωνία. Δεν είναι μονάρχης. Δεν είναι ένα πρόσωπο αλλά τ ρ ί α. Είναι μια πλήρης ενότητα που δεν καταστρατηγεί την αυθυπαρξία των προσώπων. Τρία ελεύθερα και αυθύπαρκτα πρόσωπα, που όμως είναι τόσο στενά ενωμένα, ώστε να έχουν μια φύση, μια θέληση, μια ζωή!
΄Οντας κοινωνία ο Θεός έπλασε και τον άνθρωπο ως κοινωνία. Ο άνθρωπος είναι πράγματι «ζώον πολιτικόν». Κοινωνεί δε ο Θεός με την ανθρωπότητα, προσφέροντας τη ζωή του, για να τη βοηθήσει ακριβώς να ζήσει ως κοινωνία.
΄Ενα παράδειγμα ίσως φωτίσει κάπως την αλήθεια αυτή. Οι άνθρωποι ταλαιπωρούνται συχνά μέσα στις πιο ακραίες αντιφάσεις. Καταλαβαίνουν π.χ. ότι είναι μέσα στη φύση τους το να ζουν ενωμένοι. Αλλά αισθάνονται πώς είναι εξίσου μέσα στη φύση τους το να είναι ελεύθεροι. Συχνά όμως μέσα στην ιστορία η ελευθερία αντιστρατεύεται την ενότητα, και αντιστρόφως. Και καταστρέφεται έτσι η ανθρώπινη κοινωνία. Πόσες φορές, πράγματι, οι άνθρωποι νομίζουν πώς για να είναι ελεύθεροι χρειάζεται να συντρίψουν την ενότητα με τον αναρχισμό, ή πώς, για να επιβάλουν την ενότητα, δικαιούνται να στερήσουν την προσωπική ελευθερία.
Ο Θεός, η Αγία Τριάδα, δείχνει ακριβώς πώς οι δυο αυτές αντιθέσεις – δυό ανάμεσα στις πολλές – μπορούν και πρέπει να συνυπάρχουν. Αυτή η συνύπαρξη συγκρατεί την ανθρώπινη κοινωνία.
΄Ετσι γίνεται φανερό πώς η αλήθεια του Τριαδικού Θεού, η αλήθεια της Αγάπης, της Ενότητας και της Ελευθερίας, που πρέπει να αποτελεί πάντα και πάντοτε το κήρυγμα της Εκκλησίας, μπορεί να βοηθήσει την ανθρωπότητα να ζήσει σαν πραγματική κοινωνία.
Εν πάση περιπτώση μπορεί να βοηθήσει τους νέους να βρουν το δρόμο για μια αληθινή και δημιουργική αμφισβήτηση...
Μια συνέντευξη του Παναγιώτη Νέλλα
Ανακαλύπτοντας την κόλαση των ναρκωτικών
1. Προσωρινά ικανοποιημένοι και μόνιμα ανικανοποίητοι έμειναν όλοι οι χρήστες ναρκωτικών. Δοκίμασαν από «περιέργεια», για δήθεν επίδειξη εύκολης τόλμης ή παρασύρθηκαν από επιτήδειους εμπόρους λευκού θανάτου. Σε μια στιγμή αδυναμίας μπλέχτηκαν στον ιστό της θανατηφόρας αράχνης των παραισθησιογόνων ουσιών. ΄Ολοι τους, χωρίς καμιά απολύτως εξαίρεση, μετάνιωσαν φρικτά. Κανείς ποτέ δεν έμεινε ικανοποιημένους από τα ναρκωτικά, γιατί η ευχαρίστηση ήταν παροδική, στιγμιαία, σχεδόν ακαριαία..
2. Η πορεία από τα ελαφρότερα στα σκληρότερα είναι θέμα διαδικαστικό. Υπάρχουν βέβαια οι απόψεις ότι τα λεγόμενα «μαλακά» ναρκωτικά δε βλάπτουν τόσο και μπορεί κάποιος να μείνει σ' αυτά, χωρίς να περιπέσει στα σκληρά. Οι απόψεις αυτές, όμως, αμφισβητούνται έντονα, γιατί οι έρευνες που έγιναν από ειδικούς επιστήμονες δείχνουν ότι σε μεγάλο ποσοστό οι χρήστες δε μένουν μόνο στα λεγόμενα «μαλακά» αλλά πολύ εύκολα φτάνουν στα «σκληρά», που είναι και θανατηφόρα. Η εξάρτηση από τις παραισθησιογόνες ουσίες είναι η πιο οδυνηρή εμπειρία των ναρκομανών. Κανείς τοξικομανής δεν έχει την ευχέρεια της επιλογής. ΄Οταν μπει στο θανατηφόρο κύκλωμα των ναρκωτικών, παθαίνει στερητικό σύνδρομο κάθε φορά που τολμά να πει «όχι!» στη δόση του. Το στερητικό σύνδρομο είναι ένα σύνολο επώδυνων συμπτωμάτων που νιώθει ο χρήστης, όταν στερείται την ουσία του. Μόνο εάν ακολουθήσει συγκεκριμένη κι αυστηρή θεραπεία απεξάρτησης μαζί με δική του έντονη προσπάθεια έχει κάποιες ελπίδες σωτηρίας.
3. Οι μόνοι διαρκώς ωφελημένοι και μόνιμα κερδισμένοι είναι οι παραγωγοί και οι έμποροι του λευκού θανάτου, αδίστακτα άτομα του υποκόσμου, που μετέρχονται απίθανες μεθόδους για να παρασύρουν αθώα παιδιά στα δίχτυα τους με σκοπό να θησαυρίζει το κύκλωμα των κακοποιών. Το πιο φοβερό είναι ότι εξαναγκάζουν αθώους χρήστες ναρκωτικών να γίνονται συνεργοί τους, τα λεγόμενα «βαποράκια», που ως αδαείς, άπειροι δηλαδή, συλλαμβάνονται από τις αρχές ασφαλείας, ενώ οι μεγαλέμποροι μένουν τελικά ασύλληπτοι και δρουν ασύδοτα. Κερδισμένοι βγαίνουν οι έμποροι ναρκωτικών και ζημιωμένοι μένουν πάντα οι χρήστες.
4. Η υγεία όλων όσων δοκίμασαν ναρκωτικά έχει πληγεί βαριά και ανεπανόρθωτα. Ο οργανισμός εξασθενεί και γίνεται ευάλωτος σε διάφορες ασθένειες. Εδώ πρέπει να επισημάνουμε ότι μορφές εξαρτησιογόνων ουσιών, με καταστροφικά αποτελέσματα για τους εξαρτημένους, είναι και το κάπνισμα και το αλκοόλ. ΄Ισως το κάπνισμα και ο αλκοολισμός να μην οδηγούν τόσο γρήγορα σε θανατηφόρα αποτελεσμάτα, όπως οι τοξικές ουσίες, δεν παύουν όμως να αποτελούν τα πρώτα στάδια εξάρτησης του οργανισμού από «ουσίες». Είναι διαπιστωμένο ότι η εξάρτηση από τα ναρκωτικά είναι πολύ ισχυρή και γι' αυτό, ενώ το αλκοόλ και το κάπνισμα μπορεί κάποιος να τα «κόψει», από τα ναρκωτικά, ποτέ κανείς δεν καταφέρνει να σταματήσει την εξάρτηση, αν δεν υποβληθεί σε οδυνηρή και όχι πάντοτε επιτυχημένη θεραπεία αποτοξίνωσης.
5. Η ζωή των τοξικομανών μοιάζει με ναρκοπέδιο. ΄Οποιος παίρνει ναρκωτικά, είναι σαν να σπέρνει με νάρκες τη ζωή του. Τα ναρκωτικά είναι νάρκες: τινάζουν στον αέρα εκείνον που τις εγγίζει. Ο χρήστης ναρκωτικών ουσιών απειλείται, δυστυχώς, από πρόωρο θάνατο, γιατί, όπως επιβεβαιώνει η καθημερινή πραγματικότητα, αυτό είναι το συνηθέστερο αποτέλεσμα από τη χρήση ναρκωτικών. Το βασαντιστικό ερώτημα για τους ίδους τους ναρκομανείς είναι αν θα είναι τα επόμενα θύματα και «πότε» θα συμβεί το μοιραίο τέλος της ζωής τους, που μένει άγνωστο.
6. Δεν μπορεί να παραγνωριστεί και το γεγονός ότι η χρήση ναρκωτικών έχει συνέπειες τραγικές για την οικογένεια. Πολλές φορές η ανάγκη εξεύρεσης χρημάτων για την αγορά των ουσιών ωθεί το χρήστη σε πράξεις αξιόποινες. Οικογένειες διαλύονται και τα προβλήματα μοιάζουν αξεπέραστα.
Είναι στ' αλήθεια άξιο πολλής προσοχής, ότι ποτέ κανείς δεν υπερασπίστηκε τη διάδοση των ναρκωτικών, παρά μόνο όποιος εμπορεύτηκε τοξικές ουσίες και πλούτισε από αυτές σε βάρος των συνανθρώπων του. Οι πιο δεινοί, φοβεροί κατήγοροι των ναρκωτικών, είναι οι ίδιοι οι χρήστες: όσοι δοκίμασαν παραισθησιογόνα έγιναν οι πιο αμείλικτοι εχθροί τους. Γιατί άραγε; Μα είναι ολοφάνερο: ζητώντας τον παράδεισο του νοήματος της ζωής ανακάλυψαν την κόλαση των ναρκωτικών. Από κει κάτω υψώνουν κραυγή διαμαρτυρίας και φωνή απελπισίας. Χρέος μας είναι να τους ακούμε και να τους δείχνουμε τη συμπαράστασή μας, παραδειγματιζόμενοι από τις οδυνηρές,μαρτυρίες και τα επώδυνα μαρτύριά τους.
Βρίσκοντας το νόημα της ζωής
Η εκκλησία έχει να πει μερικά απλά κι αληθινά λόγια γύρω από το πρόβλημα των ναρκωτικών σήμερα:
1. Ο «Παράδεισος» δεν αγοράζεται, ούτε πουλιέται. Η ευτυχία του ανθρώπου είναι αγαθό εκτός εμπορίου, μακριά από χρηματικές συναλλαγές. Οι νέοι δεν πρέπει να εμπιστεύονται τους εμπόρους λευκού θανάτου! Να είναι έξυπνοι, δηλαδή καχύποπτοι σ' όσους πουλάνε συνταγές επιτυχίας και μάλιστα σε τόσο ακριβή τιμή!
2. Ο «Παράδεισος», η λύση στο πρόβλημα, δεν βρίσκεται στους άλλους, αλλά σ' εμάς, μέσα στα ίδια τα χέρια μας. Δεν πρέπει να εμπιστεύονται οι νέοι όσους τους πλησιάζουν και υπόσχονται αυτόματες λύσεις στις δυσκολίες της ζωής! Πρέπει να αντισταθούν, να κινηθούν ενεργητικά και δραστήρια οι ίδιοι με την ορμή της νιότης και να εμπιστευτούν μόνο όσους τους αγαπούν και τον εαυτό τους!
3. Ο «παράδεισος» δε βρίσκεται στο «εγώ», αλλά είναι στο «εμείς»! Η ευτυχία δε βρίσκεται στο «εγώ» του ατόμου, αλλά ολόγυρα. Ο νέος θα τη βρει στην αγάπη στο συνάνθρωπο, στον έρωτα με το άλλο φύλο εκεί που προσφέρεται άδολα και αφειδώλευτα, δηλαδή αγνά, πλουσιοπάροχα, και χωρίς συμφέρον ή ιδιοτέλεια, από τη φύση, την κοινωνία, την οικογένεια, απ' όσους αγαπούν αληθινά.
Η Εκκλησία προτείνει θετικά, συγκεκριμένα και εγγυημένα από τη μακραίωνη πείρα ζωής που διαθέτει μέσα στην ιστορία δύο χιλιάδων ετών το νόημα της ζωής τις θεμελιώδεις αρχές της.
(α) Ζω θα πει αγαπώ, σχετίζομαι, ερωτεύομαι, γίνομαι ένα με το «άλλο».
(β) Αγαπώ σημαίνει ελευθερώνομαι από τη μοναξιά, διπλασιάζω το άτομό μου, πολλαπλασιάζομαι, αποκτώ απογόνους, περνώ από το πάμπτωχο «εγώ» μου στο πάμπλουτο «εμείς»: με τον αγαπημένο σύντροφο της ζωής μου και με τα παιδιά μας.
(γ) Ελευθερώνομαι σημαίνει αληθεύω, δηλαδή ζω την αλήθεια, υπάρχω αυθεντικά, κι όχι ψεύτικα, προγεύομαι τον πραγματικό παράδεισο από τώρα πάνω σε τούτη τη γη ως μια πραγματικότητα, που γεμίζει τη ζωή μου με νόημα και αληθινή χαρά. ΄Ετσι αποφεύγω τους «τεχνητούς παραδείσους» ναρκωτικών ουσιών, που πλουτίζουν τους αδίστακτους εμπόρους λευκού θανάτου.
Ανάμεσα στον πραγματικό και στον «τεχνητό» παράδεισο ο νέος μπορεί να διαλέξει. Μόνο ένα πράγμα πρέπει να έχει υπόψη: διαλέγει ο ίδιος και δεν επιτρέπει σε κανέναν άλλο να κάνει τη δική του επιλογή.
Ζήτησα από τον Θεό δύναμη για να φτάσω στην επιτυχία
Συλλογισμοί
Ζήτησα από τον Θεό δύναμη για να φτάσω στην επιτυχία
Εγινα όμως αδύναμος, για να μάθω την υπακοή
Ζήτησα υγεία για να κάμω πράγματα μεγάλα
Μου δόθηκε αναπηρία για να κάμω καλύτερα πράγματα
Ζήτησα πλούτη για να είμαι ευτυχής
Μου δόθηκε ένδεια για να γίνω σοφός
Ζήτησα εξουσία για να με δοξάζουν οι άνθρωποι
Μου δόθηκε αδυναμία για να νιώσω την ανάγκη του Θεού
Ζήτησα τα πάντα για να χαρώ την ζωή
Μου δόθηκε ζωή για να χαρώ τα πάντα
Δεν πήρα τίποτα από όσα ζήτησα
Αλλά πήρα τα πάντα στα οποία ήλπισα
Παρόλο που σχεδόν τίποτα δεν άξιζα οι κρυφές προσευχές μου εισακούσθηκαν
Μεταξύ των ανθρώπων είμαι πλούσια ευλογημένος
Ουράνιε Πατέρα σε ευχαριστώ για τα δώρα σου
Αμήν
ΚΕΡΚ ΚΙΛΓΚΟΥΡ
Απουσία Θεού
Του απάντησα πως δεν ήμουν σε θέση να του Τον δείξω, όμως δε νομίζω πως κι ο ίδιος ήταν σε κατάσταση να Τον βρει έτσι κι αλλιώς. Απορημένος με ρώτησε γιατί. Και τότε εγώ του έθεσα ένα ερώτημα που συχνά θέτω σ΄ όσους έρχονται να με συμβουλευτούν: «Υπάρχει κάποιο χωρίο της Αγίας Γραφής που μιλάει στην καρδιά σου - το πιο πολύτιμο χωρίο που έχεις βρει;»
«Ναι - μου απάντησε -, η ιστορία της πόρνης στο όγδοο κεφάλαιο του Ιωάννη».
Τον ξαναρώτησα: «Πού τοποθετείς τον εαυτό σου σ΄ αυτή την ιστορία; Αισθάνεσαι σαν να είσαι η γυναίκα που έχει συνειδητοποιήσει το αμάρτημά της και βρίσκεται ενώπιον της κρίσεως των ανθρώπων, εν γνώσει της ότι η κρίση τους θα είναι ζήτημα ζωής και θανάτου γι΄ αυτήν; ΄Η ταυτίζεσαι με τον Χριστό που τα καταλαβαίνει όλα και θα τη συγχωρήσει, δίνοντάς της έτσι την ευκαιρία να ζήσει από δω και μπρος μια νέα ζωή; ΄Η σαν τους αποστόλους, περιμένεις και ελπίζεις σε κάποια απάντηση που θα είναι απαλλακτική; Μήπως είσαι ένας από το πλήθος, ένας από τους γέροντες που γνώριζαν ότι οι ίδιοι δεν ήταν αναμάρτητοι, και γι΄ αυτό αποσύρθηκαν πρώτοι από το λιθοβολισμό; ΄Η από τους νεότερους που κάποια στιγμή συνειδητοποίησαν ότι κι αυτοί δεν ήταν αναμάρτητοι και πέταξαν κατά μέρος τις πέτρες του λιθοβολισμού; Εσύ με ποιόν ταυτίζεσαι μέσα σ΄ αυτή τη δραματική σκηνή;»
Σκέφτηκε για λίγο και μετά μου απάντησε: «Είμαι ο μόνος Ιουδαίος που δε θα έφευγα χωρίς να λιθοβολήσω τη γυναίκα». «Να, λοιπόν», του είπα, «έχεις την απάντησή σου. Δεν μπορείς να δεις τον Θεό, ο οποίος για σένα είναι ένας τέλειος άγνωστος».
Από το Βιβλίο του Αντωνίου του Σουρόζ
«Θέλει τόλμη η προσευχή»
΄Εκδ. Ακρίτας, 1988, σελ. 38-39
Επειτα από λίγη ώρα.
Προσκυνητές: Γέροντα, ήρθαμε, όπως μας είπες. Είναι ωραία εδώ. Από εδώ ψηλά η θέα είναι ανεμπόδιστη. Ο ήλιος δύει μέσα στο πέλαγος. Θεϊκό βράδυ.
Γέροντας: Χαίρομαι, που έχετε μάτια και ψυχή για να βλέπετε τα μεγαλεία του Θεού.αυτό το μεγαλείο θα υμνήσουμε σε λίγο στον Εσπερινό και στη συνέχεια κατά την Αγρυπνία.
Προσκυνητές: Πότε θα αρχίσει και πότε θα τελειώσει η Αγρυπνία, Γέροντα;
Γέροντας: Θα αρχίσει σε λίγο και θα τελειώσει το πρωϊ με την ανατολή του ήλιου, οπότε και θα παρατεθεί Τράπεζα.
Ένας νεαρός προσκυνητής: Εγώ δε θά ΄ρθω στην Αγρυπνία. προτιμώ να κοιμηθώ.
Γέροντας: ΄Οπως σε αναπαύει, παιδί μου.
Προσκυνητές: Αυτός ο νεαρός, Γέροντα, δεν ανήκει στη συντροφιά μας. ερχόταν μόνος και μας ακολούθησε. φαίνεται σαλεμένος.
Γέροντας: Μην κατηγορείς το παιδί. ΄Ολοι μια συντροφιά είμαστε. και ο Ιησούς μαζί μας. γιατί στο όνομα Του είμαστε συνηγμένοι εδώ πάνω σ΄ αυτή τη βίγλα του Θεού. Τώρα εγώ πηγαίνω στην εκκλησία. Χτύπησε το τάλαντο για τρίτη φορά.
Πρωί στην τράπεζα
Γέροντας: Καλή σας όρεξη. φάτε και δοξολογήστε το Θεό «πάντων ένεκεν». Νά ΄χετε την ευχή μου, γιατί ήρθατε όλοι στην εκκλησία. Σας είδα να προσεύχεσθε με πίστη. Αν και κουρασμένοι, ήρθατε όλοι.
Προσκυνητής: ΄Οχι όλοι. Ο νεαρός, ο μουσάτος, δεν ήρθε. είναι ιδιότροπος. Φαίνεται βαρεμένος.
Γέροντας: Μη μιλάς έτσι. δεν πειράζει που δεν ήρθε. Μπορεί να προσευχήθηκε με μεγαλύτερη θέρμη στο Θεό και ας μην ήρθε στην εκκλησία. Μπορεί να έχει κάποιο λόγο που δεν ήρθε. Μην τον λες βαρεμένο και ιδιότροπο.
Άλλος προσκυνητής: Γέροντα, ήρθε ο νεαρός. ήρθε κατά τα μεσάνυκτα. έκατσε σε μια άκρη. Εκεί κοντά καθόμουν κι εγώ. μέσα στο σκοτάδι δε διακρινόταν. Είχε πέσει στα γόνατα και έκλαιγε με αναφιλητά. ΄Οταν άκουσε από το Ευαγγέλιο τη δυστυχία του Ασώτου, τότε άρχισε να κλαίει με λυγμούς. Ποια ώρα έφυγε δεν είδα.
Γέροντας: Τώρα πού είναι;
Προσκυνητές: ΄Εχει καθήσει σε μια πέτρα εκεί ψηλά και αγναντεύει τη θάλασσα… Εμείς θα φύγουμε . Ας μείνει αυτός εδώ.
Γέροντας: Μην τον αφήσετε μόνο. Πάρτε τούτη την ευλογία γι΄ αυτόν. Είναι λίγο ψωμί, δυο ντομάτες και λίγες ελιές. Το καημένο το παιδί δεν έφαγε τίποτα. Πώς θα περπατήσει;
Προσκυνητές: Γέροντα, νά ΄τος έρχεται. Καλύτερα να τα δώσεις εσύ.
Γέροντας: Καλώς τον. Παιδί μου, η Τράπεζα σε περιμένει. αν δεν θέλεις να φας στην Τράπεζα, πάρε μαζί σου αυτή την ευλογία.
Νεαρός: Γέροντα, θέλω να σου ζητήσω μια χάρη.
Γέροντας: Ποιά, παιδί μου;
Νεαρός: Γέροντα, αρνήθηκα νά ΄ρθω στην αγρυπνία και μίλησα με απρέπεια κι εσύ με καλοσύνη μου απάντησες: «΄Οπως σε αναπαύει, παιδί μου». ΄Ετσι θα μου απαντούσε ο πατέρας μου. Αλλά εγώ δε γνώρισα πατέρα, έζησα ορφανός θα μου επιτρέψεις να λέω εσένα πατέρα;
Γέροντας: Αν αυτό σε αναπαύει, νά ΄ναι ευλογημένο. ΄Ομως…
Νεαρός: Τί όμως, Γέροντα;
Γέροντας: Παιδί μου, εγώ σε λίγο φεύγω για τον ουρανό. θα μείνεις πάλι ορφανός. Πάρε για πατέρα σου τον πατέρα όλων μας, «τον εν τοις ουρανοίς».
Νεαρός: Θα κάνω υπακοή, Γέροντα. «Πάτερ ημών, ο εν τοις ουρανοίς, μη μ΄ αφήσεις ποτέ ορφανό…»
Γέροντας: Αμήν… αμήν. Στην ευχή μου να πας. Τώρα δε θα είσαι ποτέ μόνος. τώρα αν κλάψεις, θα είναι δάκρυα χαράς. Καλό δρόμο. Η Παναγία μαζί σου.
Διογένης Μαλτέζος
Από το Αγιορείτικο περιοδικό «Πρωτάτο»
Γείτονα Θεέ μου,
αν μέσα στη νύχτα την ατέλειωτη
σ΄ ενοχλώ καμμιά φορά με τους σκληρούς μου χτύπους
το κάνω γιατί σπάνια σ΄ ακούω ν΄ ανασαίνεις,
και ξέρω πως είσαι μέσ΄ στην αίθουσα ολομόναχος.
Κι αν χρειάζεσαι κάτι, δεν υπάρχει κανένας
για να προσφέρει στα χέρια σου ένα πιοτό.
Εγώ αφουγκράζομαι αδιάκοπα.
Δός μου ένα μικρό σημείο. Είμαι τόσο κοντά σου…
΄Ενας λεπτός μονάχα τοίχος μας χωρίζει,
κι αυτός από μια σύμπτωση.
Και θάφτανε ένα κάλεσμα
απ΄ το δικό σου ή το δικό μου στόμα,
για να πέσει ο τοίχος
δίχως τον παραμικρό κρότο ή ήχο.
Απ΄ τις εικόνες Σου είναι καμωμένος,
κι αυτές στέκουν σαν ονόματα εμπρός Σου.
Μα αν κάποτε το φως εντός μου ανάψει
και Σε γνωρίσει από τα βάθη ο εαυτός μου,
ξεχύνεται τριγύρω τους σα λάμψη.
Ρίλκε
(Απόδοση: Παν. Κανελλόπουλου,
Μεταφυσικής προλεγόμενα, σελ. 275)
Στην οριζόντια διάσταση της η Εκκλησία, σαν σύναξη ανθρώπων και πρόσκληση για τη σύναξη της ανθρωπότητας, είναι, από τον ίδιο τον ορισμό της, φαινόμενο κοινωνικό. «΄ Ενας Χριστιανός-κανένας Χριστιανός», λέει το αρχαίο Χριστιανικό ρητό.
Η κοινωνική διάσταση του κηρύγματος και του γεγονότος της Εκκλησίας οφείλει σήμερα να λάμψη, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, μπροστά στα μάτια των ανθρώπων. Στον κυκεώνα των σύγχρονων κοινωνικών ανακατατάξεων, εκζητήσεων, αγώνων, ενθουσιασμών και απογοητεύσεων, η Εκκλησία, έχοντας απόλυτη εμπιστοσύνη στο αρχικό της μήνυμα, δεν πρέπει να φοβάται ή να αμφιβάλλη: Χάρη στο Ευαγγέλιο κατέχει την αλήθεια για τον άνθρωπο.
Α. Ο Κύριος της Εκκλησίας και το πρόβλημα.
Μέσα στην αδικία και τη σύγχυση της Παλαιστίνης των αρχών του πρώτου αιώνα, ο Ιησούς έρχεται να θεραπεύση τον άνθρωπο ολόκληρο, σώμα και ψυχή. Το κήρυγμα του ηχεί μέσα σ΄ ένα κόσμο θρησκευτικά απορημένο, πολιτικά υπόδουλο, κοινωνικά καταπιεσμένο. Μιλά στους μιγάδες Γαλιλαίους, στους αιρετικούς Σαμαρείτες, στους ορθόδοξους Ιουδαίους. Προσδέχεται τους σοσίλογους τελώνες και τις μιαρές πόρνες, ξενίζεται από τους υποκριτές Φαρισσαίους και διαλέγεται με τους κυνικούς σαδδουκαίους, περιλαμβάνει μεταξύ των μαθητών του ένα πεπεισμένο ζηλωτή και έναν ευσχήμονα βουλευτή, μακαρίζει τους πτωχούς, αλλά και για κανένα δεν λέγεται πως αγαπήθηκε από Αυτόν με το πρώτο βλέμμα, παρά για έναν πλούσιο νεανίσκο. Ο Κύριος μένει πάνω και πέρα απ΄ όλους και όλα, “διά τον αυτόν γινώσκειν πάντας” (Ιωάν. β΄ 24).
Γι΄ αυτό,
(α) Απορρίπτει ενσυνείδητα τη χρήση βίας για σκοπούς επιβολής δικαιοσύνης: «πάντες γαρ οι λαβόντες μ
άχαιραν εν μαχαίρα αποθανούνται» (Ματθ. κστ΄ 52). Η βία θα προκαλεί πάντα την αντιβία και ο κύκλος θα είναι πάντα φαύλος. Κέντρο της διδαχής του Ιησού και ειδοποιός διαφορά της από κάθε άλλη διδαχή, φιλοσοφία, ηθική είναι η αγάπη των εχθρών, θεομίμητη στάση, μόνη αξία του κατ΄ εικόνα Θεού δημιουργήματος. «Αγαπάτε τους εχθρούς υμών, καλώς ποιείτε τοις μισούσιν υμάς, ευλογείτε τους καταρωμένους υμάς, προσεύχεσθε περί των επηρεαζόντων υμάς..» (Λουκά στ΄ 27 εξ.),
(β) Αρνείται στον άνθρωπο το δικαίωμα να κρίνει, όχι διότι δεν έβλεπε το πρόβλημα της ενοχής και της λύτρωσης, αλλά διότι γνώριζε πως η ενοχή είναι γενική και η ανάγκη λύτρωσης καθολική: «ο αναμάρτητος υμών πρώτος επ΄ αυτήν βαλέτω λίθον» (Ιωάν. η΄ 7),
(γ) Αναγγέλλει ότι η τελική απόφαση θα εκδοθή από δικαστήριο μεγαλύτερο από ανθρώπινο. Και προειδοποιεί πως εκεί το άφευκτο μέτρο και ο μόνος κανόνας θα είναι ο φτωχός αδελφός, ο εμπερίστατος πλησίον, από αυτόν θα εξαρτηθή το αιώνιο μου μέλλον. «Εφ΄ όσον εποιήσατε ενί τούτων των αδελφών μου των ελαχίστων, εμοί εποιήσατε» (Ματθ. κε΄ 40).
Ως προς το ζήτημα της περιουσίας και της ιδιοκτησίας ο Κύριος της Εκκλησίας,
(α) Επικρίνει τον «μαμωνά της αδικίας» (Λουκά ιστ΄ 9,11), όχι ένεκα κάποιου «κοινωνικού προγράμματος», αλλά διότι στερεί τον άνθρωπο από κάτι άπειρα πολυτιμώτερο και αιώνια άφθαρτο: την αθάνατη αγάπη και την απόλυτη εμπιστοσύνη στην καλοσύνη της καρδιάς του Ουράνιου Πατέρα.
(β) Αποφεύγει, για τον ίδιο λόγο, το έτοιμο παράδειγμα του εσσενικού «κομμουνισμού».
Ο Κύριος γνωρίζει, και διδάσκει, ότι η νίκη κατά του αισθήματος της ιδιοκτησίας και η υπέρταση του δεν μπορούν ποτέ να πραγματοποιηθούν στο οικονομικό επίπεδο, γιατί δεν πρόκειται για οικονομικές πραγματικότητες, αλλά για πνευματικές. Η νίκη και η υπέρταση αυτή είναι ηθικοί άθλοι στο πνευματικό επίπεδο του Αόρατου Πολέμου: «έσωθεν γαρ εκ της καρδίας των ανθρώπων οι διαλογισμοί οι κακοί εκπορεύονται, μοιχείαι, πορνείαι, φόνοι, κλοπαί, πλεονεξίαι, πονηρίαι, δόλος, ασέλγεια, οφθαλμός πονηρός, βλασφημία, υπερηφανία, αφροσύνη» (Μάρκ. ζ΄ 21,22).
Η δικαιοσύνη του Κυρίου για τον άνθρωπο είναι δικαιοσύνη στον αιώνα και ο λόγος Του αλήθεια, διότι «ου χρείαν είχεν ίνα τις μαρτυρήση περί του ανθρώπου, αυτός γαρ εγίνωσκε τί ήν εν τω ανθρώπω» (Ιωάν. β΄ 25).
Β. Η πρώτη Εκκλησία και το πρόβλημα.
Η πρώτη Εκκλησία, τόσο η ιουδαιοχριστιανική όσο και η εξ Εθνών, κράτησε έναντι των πολλών κοινωνικών προβλημάτων των συγκεκριμένων κοινοτήτων στις οποίες σαρκώθηκε την ίδια στάση όπως ο Κύριος Ιησούς:
(α) απόρριψε τη βία,
(β) συνέχισε τη ριζική κριτική του για τον πλούτο σαν έκφανση της φιλαυτίας και του θανατογενούς φόβου της ανθρώπινης καρδίας,
(γ) απόφυγε το εσσενικό “κοινόβιο” ο δήθεν “κομμουνισμός” της πρώτης Εκκλησίας είναι παρεξήγηση: δεν επρόκειτο για οικονομική θεωρία ούτε υπήρξε κοινοκτημοσύνη των «μέσων παραγωγής», αλλά της «χρήσης» και «ωφέλειας»,
(δ) έδωσε το πρωτείο στο ήθος, και όχι στα διάφορα «συστήματα».
Γ. Το πρόβλημα σήμερα.
Η Εκκλησία του Χριστού, σήμερα δεν μπορεί παρά, όπως χθες και πάντα, να μείνη ακλόνητα υπάκουη στον Κύριο της, ό,τι και αν αυτό σημαίνη και όπου και αν Αυτός την οδηγήση. Για την Εκκλησία δεν υπάρχει «σύστημα» Χριστιανικό, ούτε «Χριστιανικός καπιταλισμός», ούτε «Χριστιανικός σοσιαλισμός». Οι οικονομικές θεωρίες οφείλουν να μείνουν οικονομικές, χωρίς να περιβάλλωνται το ράσο ή τη λεοντή της θρησκείας ή της αντι-θρησκείας. Η θρησκεία οφείλει να μην επιτρέπει ποτέ στο μεγαλείο της να μεταβάλλεται σε κόθορνους για το θέατρο του κόσμου τούτου.
΄Εργο της πίστης είναι κάτι το πολύ μικρότερο από την οικονομία και το πολύ μεγαλύτερο: ο ορισμός και η ερμηνεία των τελικών σκοπών των διαφόρων οικονομικών συστημάτων και μάλιστα του σοσιαλισμού. Η οικονομική θεωρία δεν θα πρέπει ποτέ ν΄ αφεθή να μεταπέση σε κοσμοθεωρία και η μεθολογία δεν θα πρέπει ποτέ ν΄ αφεθή να επέση σε ιδεολογία. Η καρδιά του ανθρώπου και ο νους του ανήκουν πρώτα και έσχατα στον Θεό, και όχι στον Καίσαρα ή τον Μαμωνά.
Την ευθύνη για τη σύγχρονη υποδούλωση, αλλοτρίωση και καταπάτηση των ανθρωπίνων αξιών φέρνει ακέραιη ο άθεος ανθρωπισμός, τόσο ο δεξιός όσο και ο αριστερός, σαν πρακτικός μαμωνισμός ο πρώτος, σαν φιλοσοφικός μαμωνισμός ο δεύτερος. Η δικαίωση και απελευθέρωση του ανθρώπου δεν μπορεί να προέλθη ποτέ από τον άθεο ανθρωπισμό, γιατί αυτός βλέπει ακέραιο τον άνθρωπο: αγνοεί την πνευματική του διάσταση, δηλαδή την κυριώτερη.
Το μυστήριο του ανθρώπου δεν διαφωτίζεται στην πληρότητα του παρά μόνο μέσα στο μυστήριο του ενανθρωπίσαντος Λόγου. Η Εκκλησία σαν το Σώμα του Λόγου κατέχει την αλήθεια για τον άνθρωπο και έχει καθήκον και δικαίωμα να την διακηρύξη ελεύθερα παντού.
Ο Χριστός είναι με τους φτωχούς, τους υποδουλωμένους, τους καταπιεσμένους όχι μέσα από τη βία, τα παιγνίδια της εξουσίας, τα πολιτικά συστήματα, αλλά μέσα από την ίδια την αλήθεια του ανθρώπου: είναι ε ι κ ό ν α τ ο υ Θ ε ο ύ.
Ο δρόμος προς το αληθινό μέλλον είναι αυτός και άλλος δεν υπάρχει. Ο Χριστός μπήκε στην ιστορία για την αλήθεια αυτή, οι Χριστιανοί μαρτύρησαν γι΄ αυτή με το ίδιο τους το αίμα, η Εκκλησία οφείλει σήμερα να την διακηρύξη παντού: οι πάντες οφείλουν να σεβαστούν τον άνθρωπο, διότι ο άνθρωπος είναι εικόνα του Θεού. Εδώ βρίσκεται η μοναδική και αναντικατάστατη ελπίδα που η Εκκλησία μπορεί να ξαναδώσει στον κόσμο, και ιδιαίτερα στους απογοητευμένους από τους πολιτικούς νέους.
Χωρίς να αναμιγνύη πολιτική και πίστη, ελεύθερη από δεσμά συστημάτων και ιδεολογιών, η Εκκλησία, έχοντας κύρια αποστολή της τη θρησκεία, θα πρέπει πάντα να είναι «φως εθνών», υπερασπιζόμενη τα αναπαλλοτρίωτα δικαιώματα του ανθρώπου για γέννηση, ζωή, υπεύθυνη αναπαραγωγή, εργασία, ειρήνη, ελευθερία, δικαιοσύνη, συμμετοχή.
΄Οπως πολέμησε την εδαφική αποικιοκρατία, η Εκκλησία οφείλει ν΄ αντισταθή σήμερα στην οικονομική αποικιοκρατία και στην ιδεολογική αποικιοκρατία, να βοηθήση την αλληλοκατανόηση των πολιτισμών, να εμπνεύση την ορθή και ισόρροπη ανάπτυξη, να στηρίξη την οικογένεια, να προωθήση τη γνήσια παιδεία, να στιγματίση το φυλετισμό και το σωβινισμό, το μιλιταρισμό και την τρομοκρατία της «εθνικής ασφάλειας», να διδάξη τη φιλοξενία, να ζητήση τις καλύτερες συνθήκες εργασίας για τους εργάτες, να απαιτήση τη δίκαιη αμοιβή του ανθρώπινου κόπου, τη δίκαιη κατανομή του πλούτου. Πάνω, πέρα, πριν και στο τέλος η Εκκλησία οφείλει ν΄ αγωνιστή για το δικαίωμα του κάθε ανθρώπου να είναι ένα πρόσωπο, να είναι κάποιος και να μετέχει.
Η Εκκλησία οφείλει να δώσει ελπίδα στον κόσμο, δείχνοντας ότι ο Χριστός είναι παρών μέσα στην ιστορία του. Και αυτό θα το κάνη με το ίδιο της το είναι: αυτή η ίδια είναι η παρουσία του Χριστού στην ιστορία του κόσμου.
Γι΄ αυτό, από την ενορία ως τη Σύνοδο, από τον ιερέα του χωριού ως τον Αρχιεπίσκοπο, από τον τελευταίο λαϊκό ως τον πρώτο, η Εκκλησία στην κοινωνική της φύση οφείλει να είναι ζωντανή μαρτυρία, νόμος έμψυχος και σημείο αναντίλεκτο κοινωνικής δικαιοσύνης, ελευθερίας, συμμετοχής, αγάπης, εκπλήρωσης και πραγμάτωσης του ανθρώπου και των κοινωνιών του μέσα στην οικογένεια του Θεού. Για να δώσει δηλαδή τη μαρτυρία του Χριστού και να μπορέση να βοηθήση τον άνθρωπο, η Εκκλησία δεν αρκεί να κηρύττη και να θέλη ν΄ αγωνιστή μαζί με το λαό και χάρη του λαού: οφείλει πρώτα να δώση το παράδειγμα, επιδεικνύοντας έμπρακτα επάνω στο ίδιο της το σώμα σαν κοινωνικό θεσμό το τί εννοεί.
Και κυρίως οφείλει, να προσευχηθή για τους ανθρώπους και τις κοινωνίες τους, θυσιάζοντας στην προσευχή αυτή το καλύτερο μέρος των δυνάμεων της και το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου της, αληθινή λειτουργός της μεγάλης Θυσίας «υπέρ της του κόσμου ζωής».
Αν στον αγώνα της για τους ανθρώπους δεν είναι μόνη, στο κήρυγμα της, για την απελευθέρωση του ανθρώπου στην πληρότητα του είναι σχεδόν μόνη, και στην προσευχή της για τον άνθρωπο μόνη.
Δρ. Βενέδικτος Εγγλεζάκης
Μάρτιος 1979
Κάθε τόσο βλέπουμε στις εφημερίδες ...
Κάθε τόσο βλέπουμε στις εφημερίδες μια μικρή είδηση ν' αναφέρει ότι το κυπριακό βρίσκεται σε ιδιαίτερα κρίσιμη φάση, δίχως καμία όμως τελική επίλυση. Επί 28 ολόκληρα χρόνια η άδικη, παράνομη και βίαιη εισβολή στο ελεύθερο κράτος της Κύπρου, με τα επακόλουθα που άφησε παραμένει δίχως πρόοδο και λύση. Ό σκληρός και αδιάλλακτος Ντεκτάς δεν βοήθα ουδόλως στην πρόοδο των συνομιλιών. Έτσι δεν φαίνεται κανένα φως στο τούνελ και μάλλον σύγχυση επικρατεί.Δεν ηρωοποιούμε κι αγιοποιούμε όλους τους Κυπρίους και δεν λησμονούμε και τα δικά τους λάθη-πάθη, ούτε είμεθα οι αρμόδιοι γι' απόλυτες κρίσεις. Όμως παρατηρούμε μια μάλλον αδιαφορία των λεγομένων μεγάλων δυνάμεων στο κυπριακό ζήτημα. Οι ειδικοί λέγουν πως εάν η Κύπρος εισέλθει στην ευρωπαϊκή κοινότητα διχοτομημένη, θα μείνει για πάντα έτσι. Δεν θέλω να ξύσω πληγές γι' αστοχίες Ελληνοκυπρίων κι Ελλήνων. Νομίζω όμως ότι είναι καιρός πια να δοθούν καίριες λύσεις. Δεν βλέπω να υπάρχει εδώ ανησυχία.
Εμείς θυμόμαστε ωραίες στιγμές απ' τις επισκέψεις μας στη ματωμένη μεγαλόνησο. Όχι τόσο το πλούτο, την ανάπτυξη, των τουρισμό των μεγαλουπόλεων, την εργατικότητα, μόρφωση, νευρικότητα των αστών, την ανοικοδόμηση, την οικονομική ανάπτυξη κι ευημερία, όσο τις γριές και τους γέρους των χωριών, με τις παλιές ενδυμασίες, τα ροζιασμένα χέρια, τα περιποιημένα κτήματα, τις στολισμένες εκκλησίες, την ωραία ντόπια ελληνίδα λαλιά. Τους μαθητές και τις μαθήτριες με τα ομοιόμορφα ρούχα, την ευγένεια και καλοσύνη, την εξυπνάδα κι αυθορμησία. Είναι ωραία η Κύπρος.
Αιώνες τώρα πολλοί πολύ την κυνηγούν κι αυτή μένει αναστημένη. Ελπίζουμε κι ευχόμαστε η τωρινή αιμορραγία της να μην την αφήσει αναιμική, αλλά να την αναζωογονήσει, όχι μόνο με την οικονομική ένταξη, αλλά και με την καλύτερη πνευματική ανάπτυξη. Ή Κύπρος έχει μία πλούσια κι ωραία ιστορία και δεν πρέπει να χαθεί. Τον πρώτο λόγο βέβαια έχουν οι ίδιοι οι Κύπριοι.
Φιλόκυπρος
Μοναχός Μωϋσής Αγιορείτης
Αν ο Χριστός χτυπήσει την πόρτα σας, θα τον αναγνωρίσετε;.
Θα έλθει ίσως σαν άλλοτε φτωχός
Κι αποδιωγμένος.
Σαν ένας εργάτης,
Σαν ένας άεργος
Η ένας απεργός που αγωνίζεται σε δίκαιη απεργία.
Μπορεί να είναι ασφαλιστής
Κι ακόμη πωλητής ανεμιστήρων…
Θ' ανεβαίνει, αδιάκοπα σκαλοπάτια,
Θα σταματά σε κεφαλόσκαλα
Μ΄ ένα χαμόγελο γλυκό
Στο θλιμμένο του πρόσωπο…
Μα το κατώφλι σας είναι τόσο σκοτεινό…
Άλλωστε, πως να δεις το χαμόγελο αυτών που διώχνεις!
«Δεν μ' ενδιαφέρει…», θα πείτε,
πριν ακόμη τον ακούσετε.
Κι αν βγει η μικρή σας υπηρέτρια, θα επαναλάβει το μάθημά της:
«Η κυρία έχει τους φτωχούς της»
και θα βροντήξει την πόρτα
καταπρόσωπο στον Φτωχό
που είναι ο ίδιος ο Σωτήρας.
Μπορεί ακόμη να είναι πρόσφυγας,
Ένας από τα δεκαπέντε εκατομμύρια προσφύγων,
Με κάποιο διαβατήριο του Ο.Η.Ε. στο χέρι,
Ένας από αυτούς που κανείς δεν τους θέλει
Και που περιπλανιούνται σ' αυτή την έρημο,
Τον Κόσμο,
Ένας από εκείνους που πρέπει να πεθάνουν,
«γιατί κανείς δεν ξέρει από που έρχονται
άνθρωποι σαν κι αυτούς…».
Μπορεί να είναι κάποιος μαύρος,
Στην Αμερική,
Ένας νέγρος, όπως τον λεν,
Που κατάκοπος ζητιανεύει άσυλο μες στα ξενοδοχεία της Νέας Υόρκη,
Σαν άλλοτε, στην Ναζαρέτ,
Η Παναγία.
Αν ο Χριστός χτυπήσει αύριο την πόρτα σας, θα τον αναγνωρίσετε;
Θα έχει όψη κουρασμένη,
Καθώς είναι εξαντλημένος,
Συντριμμένος,
Αφού πρέπει να βαστάζει
Όλα τα βάσανα της γης…
Πρόσεξε!…Κανείς δεν δίνει δουλειά
Σ' έναν τόσο κουρασμένο…
Καθώς μάλιστα αν Τον ρωτήσεις:
«Τι ξέρεις να κάνης;»
Δεν μπορεί ν' απαντήσει: όλα.
«Από που έρχεσαι;»
Δεν μπορεί να σου πει: από παντού.
«Τι θέλεις να κερδίσεις:»
Δεν μπορεί να πει: εσάς!
Έτσι, θα ξαναφύγει,
πιο κουρασμένος και συντριμμένος,
παίρνοντας μαζί Του, μες στα γυμνά Του χέρια,
την Ειρήνη.
Ραούλ Φολλερώ
- Πάτερ, ένας συνυποψήφιος στο φρoντιστήριο, στις συζητήσεις μας, από ΄δω το φέρνει, από ΄κει το πάει, όλο με παροτρύνει να βρω φιλενάδα. Βέβαια δεν με επηρεάζει, αλλά με ενοχλεί. Τί να του πω για να σταματήση;
- Έχει αδελφή ο φίλος σου;
- Έχει, πάτερ.
- Να του κάνης ό,τι έκανε κάποιος σημερινός Επίσκοπος σε φίλο του για τον ίδιο λόγο. Πές του: Εντάξει! Θα μου κάνης όμως ένα χατήρι. Με ξέρεις τί καλό παιδί είμαι. Θα μου δώσης, λοιπόν, για ένα βράδυ την αδελφή σου. Πες του έτσι και βλέπουμε στη συνέχεια.
- Την άλλη μέρα έθεσα σε άμεση εφαρμογή το σχέδιο του Γέροντα. Ο φίλος άρχισε τα συνηθισμένα του.
- Λοιπόν, φίλε μου, του είπα, τί να ψάχνω να βρω φιλενάδα; Δεν μου δίνεις γι΄ απόψε την αδελφή σου και μετά βλέπουμε;
Ο φίλος τραβήχθηκε προς τα πίσω σοκαρισμένος! Κι αμέσως αντέδρασε:
- Όχι, ρε, και την αδελφή μου; Τι το περάσαμε;
- Γιατί όχι την αδελφή σου; απάντησα εγώ. Μήπως και η άλλη, την οποία θες να βρω, δεν είναι αδελφή ή κόρη κάποιου; Γιατί, βρε Χ, την αδελφή του άλλου τη θέλεις για να διασκεδάσης και τη δική σου την προστατεύεις; Βλέπεις ότι είσαι λάθος;
Από τότε ο Χ σφίγγα περί φιλενάδας. Χαρούμενος εγώ ανέφερα στον π. Επιφάνιο το αποτέλεσμα:
- Γέροντα, το σχέδιο έδρασε σαν κεραυνός!
Και ο Γέροντας χαμογελαστός:
- Εμ, τί νόμιζε ο νεαρός;