Επισκόπου Λήδρας Επιφανίου, Καθηγουμένου της Ιεράς Μονής Μαχαιρά

Ὁ σκοπὸς τῆς πνευματικῆς ζωῆς καὶ ἐν γένει τῆς ζωῆς μας, γιὰ κάθε ἄνθρωπο ποὺ ἔρχεται στὴν γῆ, εἶναι ἡ σωτηρία. Ὁ Θεὸς «θέλει πάντας ἀνθρώπους σωθῆναι καὶ εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν» (Α´ Τιμ. β´ 4). Καὶ ἡ σωτηρία εἶναι τὸ ἔσχατον ὅριον τῆς ἐπιτυχίας σὲ μίαν κλίμακα ἀρετῶν ὅπου ἄλλοι πετυχαίνουν τὸ τριάκοντα, ἄλλοι τὸ ἑξήκοντα καὶ ἄλλοι τὸ ἑκατόν, τὸ ἀνώτερον ὅριον τοῦ ἁγιασμοῦ.

Ἐὰν καὶ ὅταν θελήσει ὁ ἄνθρωπος νὰ τοποθετήσει ὡς σκοπὸν τῆς ζωῆς του τὸν ἀνωτέρω ἀναφερόμενον - διότι κάθε ἄνθρωπος ἔχει τὸ δικαίωμα, μέσα στὰ πλαίσια τῆς ἐλευθερίας του, νὰ προτάξει ὁποιονδήποτε σκοπὸν θέλει -, τότε δὲν ἔχει παρὰ νὰ παραδώσει τὸν ἑαυτόν του στὰ χέρια ἔμπειρου πνευματικοῦ ἰατροῦ ἱερέως, μέσα στὸ «νοσοκομεῖο» Ἐκκλησία. Ὑπακούοντας στὶς ὑποδείξεις τοῦ θεράποντος ἰατροῦ, τοῦ πνευματικοῦ ἱερέως, καὶ τηρῶντας τὶς ἐντολὲς τοῦ εὐαγγελίου μὲ προθυμία καὶ χαρά, ὄχι τυπολατρικὰ καὶ ἠθικιστικά, καλλιεργεῖ νοῦν, ψυχὴν καὶ καρδίαν. Ἡ καλλιέργεια στοχεύει στὴν ἐκρίζωσιν τοῦ κοσμικοῦ φρονήματος, τὸ ὁποῖον εἶναι ἀπάτη καὶ πονηρία, καὶ ἐπιδιώκει τὴν ἐμφύτευσιν τοῦ εὐαγγελικοῦ φρονήματος, τὸ ὁποῖον συγκεφαλαιοῦται στὸ περιεχόμενον τῆς πραείας καὶ ταπεινῆς καρδίας τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ.

Καλεῖται λοιπὸν ὁ ἄνθρωπος νὰ ὁμοιάσει στὸν Θεάνθρωπον κατὰ τὸ περιεχόμενον τῆς καρδίας. Ἀλλὰ ἀφ᾽ ἑαυτοῦ του δὲν μπορεῖ νὰ κάνει τίποτε. Ὁ Κύριος εἶναι κατηγορηματικὸς ὅταν λέει «χωρὶς ἐμοῦ οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδὲν» (Ἰω. ιε´ 5). Πῶς λοιπὸν ὁ ἄνθρωπος θὰ ἐπιτύχει τὴν κατὰ τὸ δυνατὸν ἐξομοίωσιν μὲ τὸν Θεόν; Τὴν ἀπάντησιν μᾶς τὴν δίνει ὁ Ὅσιος Σεραφεὶμ τοῦ Σαρώφ, ὁ Ἅγιος Σιλουανὸς καὶ ἡ πλειάδα τῶν Ἁγίων Πάντων: «Μὲ τὴν ἀπόκτησιν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος».

Τὸ Ἅγιον Πνεῦμα τὸ λαμβάνωμε μὲ τὸ Ἅγιον Βάπτισμα ὅταν ἐντασσόμαστε στὴν Μίαν, Ἁγίαν, Καθολικὴν καὶ Ἀποστολικὴν Ἐκκλησίαν. Ἐναπομένει σ᾽ ἐμᾶς νὰ τὸ ἐνεργοποιήσουμε, δηλαδή, νὰ ἀνταποκριθοῦμε σωστὰ ἀπέναντί του, προκρίνοντας πάντοτε τὸ καλὸν ἀντὶ τοῦ κακοῦ, ἐκλέγοντας μεταξὺ τοῦ ἀγαθοῦ καὶ τοῦ πονηροῦ, τὸ ἀγαθόν. Στὸ πονηρὸν βρίσκεται ἡ διαστροφὴ τῆς ἀρετῆς, μὲ τὶς ἐμπάθειες καὶ τὰ ἁμαρτωλὰ θελήματα. Στὸ ἀγαθὸν βρίσκονται οἱ ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ, οἱ ὁποῖες δὲν εἶναι βαρειὲς («αἱ ἐντολαὶ αὐτοῦ βαρεῖαι οὐκ εἰσίν», Α´ Ἰω. ε´ 3). «Καὶ ἔτι καθ᾿ ὑπερβολὴν ὁδὸν ὑμῖν δείκνυμι» (Α´ Κορ. ιβ´ 31) λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, παραθέτοντας μὲ ἐνάργειαν τὰ σκάμματα καὶ τοὺς ἄθλους τῆς κατὰ Θεὸν ζωῆς (βλ. Α´ Κορ. κεφ. ιγ´).

Ὁ ἀγώνας ἔγκειται στὴν ἀπόρριψη τῆς πονηρίας ποὺ ὁδηγεῖ στὴν ἁμαρτίαν, καὶ στὴν πρόσληψιν τοῦ ἀγαθοῦ ποὺ ὁδηγεῖ στὴν ἀρετήν. Ἡ παραμονὴ στὴν ἀρετὴν θέλει προσοχήν, κόπον καὶ μόχθον, διότι βάλλεται πανταχόθεν, συνοδεύεται ὅμως ἀπὸ τὴν γλυκειὰν παρηγορίαν τῆς θείας χάριτος, ποὺ μυστικῶς πληροφορεῖ τὴν ψυχήν.

 

Subscribe to Email