Μοναχοῦ Μωυσῆ Ἁγιορείτη
Τό νά σιωπᾶ κανείς δέν σημαίνει ὁπωσδήποτε ὅτι εἶναι ἀδιάφορος, ἀδρανής, νωχελής κι ἀπρόσεκτος. Ἡ ἐσκεμμένη σιωπή, ἡ προσεγμένη ὀλιγολογία καί ἡ ἀπόρριψη τῆς φλυαρίας καί τοῦ κουτσομπολιοῦ ἀποτελεῖ προτίμηση σιγῆς κι ἀποφυγή τῆς κουραστικῆς πολυλογίας, ἀπό τήν ὁποία συνήθως προέρχονται διάφορα προβλήματα, ὅπως φιλονικίες, ψυχρότητες καί θόρυβοι. Οἱ σιωπηλοί ἄνθρωποι μιλοῦν μέ τή σοβαρή σιωπή τους.
Δέν μιλοῦν ὄχι γιατί δέν γνωρίζουν νά μιλήσουν, ὄχι ἀπό ἀκαταδεκτικότητα καί κρυφή οἴηση ὅτι δέν συμμετέχουν σέ ὑψηλοῦ ἐπιπέδου συζητήσεις, ἀλλά ἀπό τήν ταπεινή αἴσθηση ὅτι δέν ἔχουν κάτι σημαντικό νά ποῦν. Ὅταν μάλιστα μιλοῦν, καταθέτουν λόγο μεστό περιεχομένου.
Οἱ σιωπηλοί ἄνθρωποι δέν εἶναι συνηθισμένοι, ἀρεστοί καί προτιμητέοι. Ἡ κοινωνία σήμερα ἀναζητᾶ τολμηρούς συζητητές. Μερικοί μάλιστα θεωροῦν τούς σιωπῶντες νοσηρούς, μειονεκτικούς, δειλούς, φοβισμένους καί προβληματικούς. Θά μποροῦσε, βεβαία, ὁρισμένοι νά εἶναι ἔτσι, ὅπως καί ἀρκετοί φλύαροι. Οἱ γνήσια πάντως σιωπηλοί ἄνθρωποι «ζοῦν τό ἄρωμα μιᾶς ἄλλης ζωῆς, πού δέν μποροῦν νά ἐννοήσουν οἱ ἄλλοι πού ἀγάπησαν τίς ἔκδηλες μορφές συμπεριφορᾶς. Ἡ σιωπή γεμίζει τήν ψυχή τους χαρά καί τούς ἀνοίγει ὁρίζοντες μιᾶς ἔντονης πνευματικῆς δράσης, τήν ὁποία δύσκολα μπορεῖ νά κατανοήσει καί νά ἀξιολογήσει τό ἀνθρώπινο περιβάλλον τους».
Ἀπό τά παραπάνω διαφαίνεται μιά σιωπή μέ δύο μορφές. Ἡ μιά ὡς ἀδυναμία καί ἡ ἄλλη ὡς ἀρετή.
Μποροῦμε νά ἔχουμε σιωπή ἀπό φόβο ἤ δειλία, πού προέρχεται ἀπό νοσηρές ψυχικές καταστάσεις. Μιά νοσηρή σιωπή εἶναι σκοτεινή, ἄχαρη, δόλια, κουραστική καί φθοροποιός. Ταλαιπωρεῖ τόν ἴδιο τόν ἄνθρωπο, πού δέν εἶναι ἰσορροπημένος, ξεκάθαρος, τίμιος, εἰλικρινής, ἐκφραστικός καί ντόμπρος. Μερικές φορές μπορεῖ νά προσποιεῖται κανείς τόν σιωπηλό καί ταπεινό, ἐνῶ μέσα του ἐπικρατεῖ μεγάλη σύγχυση, ταραχή, θόρυβος, στενοχώρια καί οἴηση. Ἡ προσποίηση αὐτή εἶναι φοβερή κι ἀξιοκατάκριτη ὑποκρισία. Ἕνας φαινομενικά σιωπηλός ἀπατᾶ. Διατηρεῖ σιωπή ἀπό κακή διάθεση γιά τόν πλησίον ἤ ἀπό ἔλλειψη θάρρους ἤ βαθύ ἐσωτερικό κενό. Ὁ ταπεινά σιωπηλός δέν εἶναι ἀκοινώνητος, φυγόκοσμος κι ἀφιλάδελφος. Οὔτε κλείνεται στό καβούκι του ναρκισσευόμενος, μονολογώντας μέ τόν σοφό ἑαυτό του κι ἀπαξιώνοντας τόν ἀδελφό του.
Ὑπάρχει, λοιπόν, καλή καί κακή σιωπή, ὅπως κακός καί καλός λόγος. Ἡ ἐσωτερική ποιότητα τοῦ ἀνθρώπου χρωματίζει κι ἀρωματίζει καί τή σιωπή καί τόν λόγο του. Τό εὐαγγέλιο δέν μᾶς θέλει πάντοτε σιωπώντας. Μᾶς καλεῖ συχνά σέ κήρυγμα, ἱεραποστολή, ὁμολογία, νουθεσία καί συμβουλή. Ὁ Χριστός εἶπε στόν Ἀπ. Παῦλο: «Μή φοβοῦ, ἀλλά λάλει καί μή σιωπήσης, διότι ἐγώ εἰμι μετά σοῦ». Ἄφοβα, τοῦ λέει, νά κηρύττεις τό εὐαγγέλιο καί νά μή σιωπᾶς, γιατί εἶμαι μαζί σου. Τόν λόγο του ἐνδυναμώνει ἡ συνεχής παρουσία τοῦ Κυρίου.
Ὁ Ἅγιος Σεραφείμ τοῦ Σαρώφ λέει: «Ἀπόκτησε τήν ἐσωτερική σου γαλήνη καί χιλιάδες ἄνθρωποι θά σωθοῦν γύρω σου, χωρίς ἐσύ νά τό ξέρεις». Δέν χρειάζεται συνέχεια νά μιλᾶμε. Ὁ κόσμος κουράστηκε ἀπό τά πολλά, τά παχιά, τά ἀδιαφανῆ, τά ὑποκριτικά, τά ξύλινα λόγια. Οἱ ἄλλοι δέν βρίσκονται πάντοτε πλάϊ μας γιά νά μᾶς ἀκοῦνε, ἀλλά καί γιά νά τούς ἀκοῦμε.