Ιερομον. Νεκταρίου Κουτλουμουσιανού
Τό «Χριστός Ἀνέστη» εἶναι αὐτό πού μᾶς δίνει τήν ἐλπίδα, γιά νά ζήσουμε, νά συνεχίσουμε τή ζωή μας σ’ αὐτό τόν κόσμο, ὅσες μέρες μᾶς δώσει ὁ Θεός, ἀλλά πρό πάντων γιά νά ζήσουμε στήν αἰωνιότητα.
Ὁ Χριστός ἦρθε στή γῆ κι ἔγινε ἄνθρωπος καί ἔπαθε καί ἐσταυρώθη καί ἀνέστη καί ἀνελήφθη γιά νά μᾶς πάρει στούς οὐρανούς… καί τήν κατάρα τή μεγάλη πού εἶχε τό γένος τῶν ἀνθρώπων, δηλαδή τόν θάνατο, ὁ Χριστός τόν διέλυσε, μέ τήν ἀνάστασή Του. Καί διέλυσε ὅλα τά ἔργα τοῦ διαβόλου στόν Ἅδη καί στήν ἐπίγεια ζωή.
Μόνο νά Τόν πιστεύουμε, νά Τόν λατρεύουμε, νά Τόν προσκυνοῦμε, νά Τόν δοξάζουμε. Καί νά Τόν κουβεντιάζουμε καί νά Τόν φωνάζουμε γιατί εἶναι πανταχοῦ παρών. Μήν ξεχνιόμαστε μέ τόν Χριστό. Πρέπει νά εἶναι συνέχεια στή μνήμη μας, πρέπει νά εἶναι συνέχεια στή ζωή μας, μπροστά μας. Πρέπει νά εἶναι συνέχεια στίς ἀπορίες μας, στήν προβληματολογία μας.
Τό «Χριστός Ἀνέστη» δέν τό λέμε μονάχα οἱ ἄνθρωποι. Τό λέει ὅλη ἡ φύση. Ἄν ξέρουμε ν’ ἀκούσουμε τή γλώσσα τῶν ζώων καί τῶν φυτῶν, τῆς φύσεως ὅλης καί τῆς δημιουργίας, θά τρελαινόμασταν ἀπ’ τό «Χριστός Ἀνέστη» πού θ’ ἀκούγαμε συνεχῶς. Γιατί εἶναι ἡ πηγή τῆς ζωῆς καί τῆς ἐλπίδος γιά τήν αἰωνιότητα καί τήν ἀθανασία, γιά τήν ὁποία εἴμαστε πλασμένοι.