π. Θεμιστοκλῆ Μουρτζανοῦ
Πολλοί ἔχουν τήν ἐσφαλμένη ἀντίληψη ὅτι ἡ ἀγάπη μπορεῖ νά σταθεῖ μονομερῶς. Ὅτι ὁ ἄνθρωπος πού πιστεύει στόν Χριστό ἀγαπᾶ, χωρίς νά ἔχει καμία ἀνάγκη νά λαμβάνει ἀποδείξεις τῆς ἀγάπης τῶν ἄλλων ἀνθρώπων. Κατασκευάζουν μία εἰκόνα ἐξιδανικευμένη τόσο πολύ, δημιουργοῦν ἐνοχές σέ ὅσους νιώθουν πώς ἡ ἀγάπη θέλει ἀνταπόδοση, θέλει στήριξη, θέλει ἀμοιβαιότητα, ὄχι ὡς προϋπόθεση γιά νά ὑπάρξει, ἀλλά ὡς χαρά πού χρειάζεται ὁ ἄνθρωπος νά ἔχει γιά νά ἐνισχύεται στήν ζωή του.
Λησμονοῦν ὅσοι βλέπουν τήν ζωή μέ αὐτόν τόν τρόπο ὅτι ὁ Χριστός ἀπευθυνόταν σέ ὅλους τούς ἀνθρώπους, ἐχθρούς καί φίλους, δίδασκε, ἔκανε θαύματα, σπλαχνιζόταν καί νοιαζόταν, ὅμως εἶχε καί μία δική Του ὁμάδα, αὐτή τῶν Ἀποστόλων, ὅπως ἐπίσης καί φίλους μέ τούς ὁποίους συνδεόταν, ὅπως ἦταν ὁ Λάζαρος καί ἡ οἰκογένειά του. Κι αὐτό, διότι ὁ Χριστός εἶναι τέλειος ἄνθρωπος, δηλαδή ἄνθρωπος κατά πάντα, δίχα ἁμαρτίας.
Προφανῶς καί ὁ Χριστός δέν ἀρνήθηκε τήν ἀγάπη ἀκόμη καί σέ ἐκείνους πού τόν ταλαιπώρησαν. Τούς συγχώρεσε στή δυσκολότερη στιγμή τῆς ἐπίγειας ζωῆς Του, πού ἦταν ὁ Σταυρός. Ὅμως Τόν βλέπουμε στό Εὐαγγέλιο νά καταλύει σέ σπίτια ἀνθρώπων πού Τόν ἀγαποῦσαν καί εἶναι ξεκάθαρο ὅτι χαιρόταν μέ τήν ἀγάπη τους. Τοῦ ξεκούραζαν τήν ψυχή καί Τόν βοηθοῦσαν νά ξεκουραστεῖ καί σωματικά, νά τραφεῖ, νά ἡσυχάσει.