Ἀρχιμ. Παύλου Ἐγγλεζακη
Σύμφωνα μέ τό εὐαγγέλιο τοῦ Ἰησοῦ, ὁ Θεός ἀποκαλύπτεται ὄχι στίς λαμπρές διάνοιες, ἀλλά στίς καθαρές καρδιές. Τό ἀποτέλεσμα εἶναι λίγοι, πολύ λίγοι, ἀπό τούς κατά κόσμο σοφούς νά ἔχουν ρανίδες ἔστω τῆς ἀληθινῆς σοφίας, τῆς γνώσης καί τῆς ἀρετῆς, πού βασιλεύουν στήν καρδιά τῶν ἁπλῶν καί περιφρονεμένων ἀνθρώπων τοῦ χριστιανικοῦ λαοῦ. Ἡ θεία ὑπόσχεση εἶναι σαφής: «Μακάριοι οἱ καθαροί τῇ καρδίᾳ, ὅτι αὐτοί τόν Θεόν ὄψονται» (Ματθ. 5:8).
Νοῦς θερμαινόμενος ἀπό καθαρή καρδία (ἤ καρδία φωτιζόμενη ἀπό καθαρμένο νοῦ) δέχεται δῶρο τή γνώση τοῦ Θεοῦ. Καί ὁ λόγος ὅμως (ὡς ἡ ἐνεργητική λειτουργία τοῦ νοῦ) μπορεῖ νά ἀνεβεῖ, ὅταν προχωρεῖ ὀρθός, μέχρι τή σύλληψη τῆς ἔννοιας καί τήν ἀποδοχή τῆς ἀναγκαιότητας τῆς ὕπαρξης τοῦ Θεοῦ, τή γνώση δηλαδή περί Θεοῦ, ἄν ὄχι τοῦ Θεοῦ. Ὅ,τι ἀδυνατεῖ νά συλλάβει ἤ νά ἀποδεχτεῖ τό Θεό εἶναι ἐκεῖνο πού ὁ Ἔντμουντ Χοῦσσερλ ὀνόμασε «ἀλλοτρίωση τοῦ λογικοῦ»: ἡ λογικοκρατία. Αὐτό τώρα μπορεῖ νά ὀφείλεται σέ λόγους ψυχολογικούς, κοινωνικούς κτλ., ὄχι ὅμως σέ λόγους λογικῆς.
Μέχρι τά πρόθυρα, ὥστε, τοῦ θείου Ναοῦ ἁπλώνεται ὁ χῶρος τοῦ λόγου. Πού σημαίνει πώς καί ὅταν ἡ πίστη βγεῖ ἀπό τό Ναό γιά νά μιλήσει σ’ αὐτούς πού ἀγαπᾶ, ἀπό τά πρόθυρα καί ὡς αὐτούς μπορεῖ νά χρησιμοποιήσει ξανά τό λόγο.