Μητροπολίτη Λεμεσού Αθανασίου

Τί μας λέει ὁ Χριστός διά τοῦ Ἀποστόλου Παύλου;Νά μή λυπᾶστε, ὅπως λυποῦνται ὁ ἄλλοι πού δέν ἔχουν ἐλπίδα. Νά λυπᾶστε ἀλλά ἔχοντας ἐλπίδα. Ἐάν δέν ἐλπίζουμε στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἐάν δέν ἐλπίζουμε στήν αἰωνιότητα, πῶς θά ἀντέξουμε τό γεγονός τοῦ θανάτου; Χωρίς τήν Ἀνάσταση, χωρίς τήν αἰώνια Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, δέν ἔχει νόημα καί σκοπό ἡ ζωή μας. Νά ἔχουμε τήν ἐλπίδα μας στό Θεό καί νά εἴμαστε βέβαιοι ὅτι, ἄν μᾶς συμβεῖ κάτι, ὁ Θεός θά εἶναι μαζί μας. Ποιά εἶναι ἡ σημασία τοῦ ὅτι ὁ Θεός εἶναι μαζί μας, ἀφοῦ δέν τό ἀποτρέπει τό κακό; Δέν ἀποτρέπεται πολλές φορές τό κακό, ἀλλά ἡ παρουσία τοῦ Θεοῦ μᾶς δίνει τή δυνατότητα νά ἀξιοποιήσουμε τό κακό σέ αἰώνιο καλό, ἐκεῖνο τό πικρό φαρμάκι νά τό κάνουμε αἰώνιο φάρμακο, μέσα ἀπό τόν πόνο, τήν ὀδύνη, τή συντριβή τῆς καρδιᾶς μας. Θά φανεῖ μακροχρόνια καί σταδιακά ἡ ὠφέλεια. Ὁ πονεμένος ἄνθρωπος γίνεται γλυκύς ἄνθρωπος ὅταν βρίσκεται κοντά στό Θεό, ἔρχεται ἕνας συγκερασμός τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ μέ τόν πόνο. Κι ὅταν θά φύγουμε ἀπό αὐτό τόν κόσμο καί θά βλέπουμε τά πράγματα ἀπό ἄλλη σκοπιά, τότε τό πρῶτο πράγμα πού θά κάνουμε θά εἶναι νά εὐχαριστήσουμε τό Θεό γιά ὅλα τά λυπηρά αὐτῆς τῆς ζωῆς ὅπως ἔλεγε ὁ Γέροντας Παΐσιος.

Μηδενίστηκε γιά ἐμᾶς ὁ θάνατος, διότι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ νίκησε γιά ἐμᾶς τό φόβο τοῦ θανάτου κι ἔτσι δέν ὑπάρχει θάνατος. Γι’ αὐτό τό λόγο στήν Ἐκκλησία δέν λέμε «νεκροταφεῖο» ἀλλά κοιμητήριο. Ὁ θάνατος εἶναι ἕνας ὕπνος «ἄχρι καιροῦ», διότι γιά τήν Ἐκκλησία οἱ ἄνθρωποι ζοῦν. Γι’ αὐτό προσευχόμαστε γιά τούς κεκοιμημένους, γι’ αὐτό αἰσθανόμαστε στή Θεία Λειτουργία ὅτι εἴμαστε ζῶντες ὅλοι. Ὁ Χριστός μέ τή Σάρκωσή Του νίκησε βασικά πράγματα: Νίκησε τό χῶρο, τό χρόνο καί τό θάνατο κι ἔτσι μέσα στό χῶρο τῆς Ἐκκλησίας τά πάντα ὑπερβαίνονται.

Ὁ θάνατος παραμένει ἕνα γεγονός τραγικό τό ὁποῖο δέν τό ἀποδεχόμαστε, διότι εἶναι κάτι ἔξω ἀπό τή φύση μας. Δέν εἴμαστε πλασμένοι νά πεθαίνουμέ. γι’ αὐτό εἶναι τραγωδία γιά μᾶς ὁ θάνατος. Ἔρχεται ὁ Χριστός καί παραδίδει ἑκουσίως τόν ἑαυτό Του στό θάνατο καί νικιέται ὁ θάνατος. Ἐνῶ προηγουμένως, ἀναφέρουν οἱ Πατέρες, ἦταν ὁ θάνατος φοβερός γιά τόν ἄνθρωπο, διά τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ γίνεται ὁ ἄνθρωπος πλέον φοβερός γιά τό θάνατο, ἀφοῦ διά τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καταργήθηκε τό κράτος του. Γι’ αὐτό λέμε στήν Ἐκκλησία: «Χριστός ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ, θάνατον πατήσας». Κατάργησε τό θάνατο ὁ Χριστός, δέν ὑπάρχει θάνατος. «Μηδείς φοβείσθω θάνατον». Γιά ποιό λόγο; Γιατί μᾶς ἐλευθέρωσε ὁ τοῦ Σωτῆρος θάνατος. Εἶναι λοιπόν ὁ θάνατος ἕνα γεγονός παροπλισμένο γιά τό χριστιανό παρόλο πού δέν τό ἀποδεχόμαστε.

Γι’ αὐτό λέει ἡ Ἐκκλησία στά τροπάρια τῆς ἐξοδίου ἀκολουθίας: «ὄντως φοβερότατον τό τοῦ θανάτου μυστήριον, πῶς ψυχή ἐκ τοῦ σώματος βιαίως χωρίζεται;» Στή συνέχεια ὅμως τά τροπάρια κάνουν ἀναφορά στό Χριστό, ὁ ὁποῖος καταστρέφει τήν τραγωδία τοῦ θανάτου καί φωτίζει μέ τό φῶς τῆς Ἀναστάσεώς Του ὅλη αὐτή τήν καταστροφή τήν ὁποία ἔφερε ὁ θάνατος καί γίνεται ὁ θάνατος πλέον γιά ἐμᾶς μιά εἴσοδος στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ καί ἐκεῖ ἀναμένουμε τήν ὥρα τῆς κοινῆς ἐκ νεκρῶν ἀναστάσεώς μας.

Εἶναι ἕνας τοκετός ὁ θάνατος, μιά ὀδύνη. Γεννᾶσαι στήν αἰώνια Βασιλεία τοῦ Θεοῦ μέσα ἀπό μιά ὀδύνη. Ἐκεῖ ὅμως ὅλα τά παλαιότερα τελειώνουν, σβήνουν καί μένει μόνο τό φῶς τοῦ Χριστοῦ. Τότε τά πάντα ἀλλάζουν καί γλυκαίνουν, ὁ ἄνθρωπος παρηγοριέται, καταλαβαίνει τό λόγο γιά τόν ὁποῖο ἔγιναν καί δοξολογεῖ τό Θεό.

Ἡ πορεία τοῦ ἀνθρώπου λοιπόν μετά τήν πτώση ἦταν μία πορεία μέσα στόν ψυχικό ἀλλά καί μέσα στό βιολογικό θάνατο, ὁ ὁποῖος συνέβαινε σέ κάποιο διάστημα τῆς ζωῆς του. Ἔρχεται ἡ ὥρα τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Θεοῦ, ὅταν μέ τό δικό του θάνατο καί μέ τή δική του Ἀνάσταση καταργεῖ αὐτή τή δύναμη τοῦ θανάτου, σκυλεύει τό θάνατο καί τόν ἐκμηδενίζει. Ὁ Χριστός καταργεῖ τό θάνατο διά τοῦ θανάτου Του καί ἱδρύει τήν Ἐκκλησία στήν ὁποία παραδίδει τόν Ἑαυτό Του, τό Σῶμα καί τό Αἷμά Του, πού εἶναι τό ἀντίδοτο τοῦ θανάτου.

Ὁ ἴδιος ὁ Χριστός πέθανε μέ αὐτό τό φοβερό, ὀδυνηρό, ἐπώδυνο ἀλλά κι ἐπονείδιστο θάνατο. Ὁ θάνατος διά τοῦ σταυροῦ γιά ἐκείνη τήν ἐποχή ἦταν ἕνας θάνατος ἀτιμωτικός, προσβλητικός. Κι ὅμως ὁ Κύριος ὄχι μόνο δέν δίστασε νά πεθάνει μέ τόν πλέον ἀτιμωτικό θάνατο, ἀλλά οὔτε καί νά περάσει ὅλη αὐτή τή φοβερή διαδικασία: τούς ἐμπτυσμούς, τούς κολαφισμούς, τίς μάστιγες, τή γύμνωση, τή χλαμύδα, ὅλα αὐτά τά πράγματα τά φοβερά. Γιά ποιό λόγο; Γιά νά μᾶς δείξει ὅτι αὐτός πρῶτος βάδισε αὐτό τό δρόμο, γιά νά μήν πεῖ ποτέ κανένας ἄνθρωπος ὅτι ὁ Θεός εἶχε μία καλή ζωή ὡς ἄνθρωπος καί ἕναν ἥσυχο θάνατο. Ἄν ὁ Θεός δέν τά πάθαινε ὅλα αὐτά, θά μποροῦσε ὁ ἄνθρωπος νά ἀρνηθεῖ νά τά πάθει. Ὅμως, λέει ὁ Ἀπόστολος Πέτρος ὅτι ἔπαθε Αὐτός πρῶτος στό δικό του Ἑαυτό αὐτή τήν τραγωδία τῆς φύσεως, φράσσοντας κάθε στόμα τό ὁποῖο μπορεῖ νά στραφεῖ καί νά πεῖ στό Θεό «ἐγώ ἀδίκως πάσχω».

Subscribe to Email