Ὁ ἅγιος Ἰάκωβος ἀπό ἕξι χρονῶν, χωρίς νά ξέρει ἀκόμα γράμματα, εἶχε μάθει ἀπ’ ἔξω τά τῆς Θείας Λειτουργίας καί τά σιγόψελνε μόνος του, κάνοντας ἐλάχιστα λάθη. Ἀργότερα, ὅταν λειτουργοῦσε ὁ παπάς τοῦ χωριοῦ, τήν ὥρα πού οἱ ψάλτες ἔψαλλαν «οἱ τά χερουβείμ μυστικῶς εἰκονίζοντες...», ὁ μικρός Ἰάκωβος ἄκουγε φτερουγίσματα γύρω ἀπό τήν Ἁγία Τράπεζα. Νόμιζε ὅτι ὁ παπάς δέν ἔχει σῶμα, ὅτι εἶναι Ἄγγελος. Καί ὅπως ὁ ἴδιος διηγεῖτο «ἔλεγα, ἔχει δύο κόκκαλα στούς ὤμους, σάν κρεμάστρα καί κρέμονται τά ράσα ἐκεῖ». Ἔτσι ἔβλεπαν τήν ἱερωσύνη τά παιδικά μάτια τῆς ἁγνῆς ψυχῆς του. Ἔβλεπε τόν Ἱερέα σάν ἐπίγειο Ἄγγελο πού λειτουργεῖ μέ τά Χερουβείμ καί τά Σεραφείμ.