Φάνυ Κουντουριανού – Μανωλοπούλου

Σ’ ένα βουερό, πολυσύχναστο σοκάκι της Μυκόνου, ένα αυγουστιάτικο βράδυ, ανάμεσα στους μεθυσμένους νεαρούς, που φωνασκούσαν ασύστολα κι επιδίδονταν σε αγωνιώδη προσπάθεια ν’ αντλήσουν λίγη χαρά από τα γήινα και τα φθαρτά, ξέσπασε ένας φοβερός αιματηρός καυγάς. Μια παρέα Γερμανών, νέων, αθλητικών, συνεπλάκη με μια παρέα Γάλλων για ασήμαντη αφορμή, που δεν διευκρινίστηκε ούτε όταν ηρέμησαν τα πνεύματα. Έπεσαν γροθιές, κλωτσιές, σπρωξίματα και σταμάτησαν μόνο όταν ο Καρλ, ο πιο υψηλόσωμος και ζωηρός Γερμανός, που πρωταγωνιστούσε στο δαρμό των Γάλλων, έπεσε με πάταγο στο πέτρινο δρομάκι, χτύπησε σ’ ένα σκαλοπάτι το πίσω μέρος του κεφαλιού κι απόμεινε άπνους. Σιγή θανάτου επακολούθησε. Όταν ήλθε η Αστυνομία, κανείς δεν ανέλαβε την ευθύνη. Μες σ’ εκείνον τον ορυμαγδό πού να βρεθεί ποιος είχε χτυπήσει ποιον… Χαρακτηρίσθηκε ατύχημα κι οι νεαροί μουδιασμένοι επέστρεψαν στις πατρίδες τους, λίγες μέρες αργότερα.

Ο Κλωντ, ο νεαρός Γάλλος, που μέσα στη φρενίτιδα του καυγά είχε σπρώξει με ηράκλεια δύναμη τον Καρλ, επέστρεψε στο Παρίσι ανακουφισμένος. Δεν είχε καταλήξει στις ελληνικές φυλακές. Πανικός και τρόμος τον κατείχε τις πρώτες μέρες μην τον ανακαλύψουν, μην του αποδοθούν κατηγορίες. Κι όταν ένιωσε ασφαλής από τον ανθρώπινο νόμο, όρμησαν οι Ερινύες στη ψυχή του και τον κατέτρωγαν. Ανέβαινε κάθε μέρα, βήμα βήμα έναν Γολγοθά. Κοιμόταν κι έβλεπε εφιάλτες, κι τιναζόταν κάθιδρος, τρέμοντας σύγκορμος κι άλλες φορές ουρλιάζοντας από φόβο. Στον ξύπνιο του ένιωθε ασήκωτο το βάρος της ενοχής του. Είχε αφαιρέσει μια ανθρώπινη ζωή. Έστηνε δικαστήριο εντός του. Ήταν ένοχος απέναντι και στον ανθρώπινο και στο θεϊκό νόμο. Είχε αμαυρώσει το κατ’ εικόνα Θεού, που μας καλεί με ακατάβλητη ορμή να ομοιωθούμε με τον Χριστό. Έτσι του είχε πει ένας νεαρός ορθόδοξος ιερέας στον ορθόδοξο ιερό ναό του Αγίου Σεργίου μια Κυριακή, που είχε παρακολουθήσει από περιέργεια μαζί με ένα Ελληνογάλλο φίλο του τη θεία λειτουργία κι είχε μείνει και μετά στο αρχονταρίκι. Κάθε σοβαρή αμαρτία μας ρυπαίνει τη φωτεινότητα του κατ’ εικόνα και μας αποκόπτει από την κοινωνία μας με το Θεό. Αυτό είχε καρφωθεί στο μυαλό του αλλά δε θυμόταν τι άλλο είχε πει στη συνέχεια ο ιερέας. Πώς μπορούμε να την αποκαταστήσουμε ξανά την κοινωνία με το Θεό; Ο κάλος της ψυχής του στην καθημερινότητα, η βαθιά οδύνη, ο άσβεστος πόθος να ξεφύγει από την κάμινο των βασάνων τον οδήγησε ένα πρωινό στον ορθόδοξο ναό. Η απελπισία τον είχε εξουθενώσει. Ήθελε ν’ ακουμπήσει τις ελπίδες του στον Θεό κι Εκείνος να τον λυτρώσει.

Η συνάντηση με τον ιερέα υπήρξε καθοριστική για τη ζωή του Κλωντ. Τρία χρόνια αργότερα τον βρίσκουμε στο Άγιο Όρος, ορθόδοξο μοναχό με το όνομα Δανιήλ ν’ ακολουθεί το τυπικό της αιωνόβιας παράδοσης  των μονών του Άθωνα με πολύωρες ακολουθίες στο ναό, με ατελείωτες προσευχές και μετάνοιες στο κελί και κομποσχοίνια, με χαρούμενη υπακοή στον πνευματικό του, εξαγόρευση και των παραμικρών λογισμών και κινήσεων της ψυχής, με πολύμοχθα διακονήματα, ένας αγωνιζόμενος νέος άνδρας με ήρεμο κι ιλαρό πρόσωπο, που είχε καταφέρει με τη συνεχή μνήμη του Θεού να πληρωθεί τόσο γρήγορα η καρδιά του από την άρρητη γλυκύτητα της αγάπης Του. Αυτό ήταν ο καρπός της μετανοίας του.

 

 

Subscribe to Email