Μητροπολίτη Κένυας και Ναïρόμπης Μακαρίου

Ταξίδευα στην καθιερωμένη μου περιοδεία στα ενδότερα της Κένυας. Εκεί που ο νους του ανθρώπου σταματά, δεν μπορεί να συλλάβει το μεγαλείο της Δημιουργίας Του. Φύση πανέμορφη. Χαιρόμουνα με όλη τη δύναμη της ψυχής τα πράσινα δάπεδα που δεν είχαν τελειωμό, τα δέντρα, τα ποτάμια, τα βουνά, τη λίμνη Βικτώρια και απέναντι μια σειρά από μικρά νησάκια με τα πανύψηλα βουνά τους, τα καΐκια που έκαναν το καθιερωμένο δρομολόγιό τους, από και προς το κέντρο της περιοχής, τους ψαράδες με τα δίκτυά τους και τον κόσμο που πωλούσε και αγόραζε φρέσκα ψάρια της λίμνης. Όλα αυτά με σαγήνεψαν κυριολεκτικά.

Και είπα μέσα μου το ψαλμικό «ως εμεγαλύνθη τα έργα Σου, Κύριε, πάντα εν σοφία εποίησας». Και ενώ μουρμούριζα μόνος μου βλέπω μια ομάδα νέων να με καλούν και χωρίς καθυστέρηση να με πλησιάζουν. Η αθωότητά τους ήταν εκφραστική. Τίποτε δεν μπορούσε να τους υποβιβάσει. Είχαν ό,τι καλύτερο, αυθεντικό, γνήσιο, σεμνό, αποκαλυπτικό. Νόμιζα ότι βρέθηκα μπροστά στη λίμνη της Γαλιλαίας και έφερα στη μνήμη μου εκείνη την εξαίρετη εικόνα, όταν ο Κύριός μας συνάντησε τους αγράμματους ψαράδες, την ώρα της καθιερωμένης εργασίας τους.

Οι ψαράδες, όπως και οι μαθητές, τότε, του Κυρίου, ζούσαν με τον τίμιο ιδρώτα, παλεύοντας και με κίνδυνο, ακόμα, της ζωής τους, να ρίχνουν τα δίχτυα τους, στα ανοιχτά της λίμνης Γαλιλαίας,  ενώ οι δικοί μας, εδώ, τα ρίχνουν στην περίφημη λίμνη της Βικτώριας. Μια εργασία δύσκολη, κουραστική, πολύμοχθη – γιατί όχι – και επικίνδυνη. Η πάλη τους η καθημερινή ήταν αυτή. Αυτός είναι ο τρόπος για να αποκτήσουν τα προς το ζην, για να στηρίξουν τους εαυτούς τους αλλά και τις οικογένειές τους. «Δεύτε οπίσω μου και ποιήσω υμάς αλιείς ανθρώπων» σκέφτηκα και μουρμούρισα, όταν αντίκριζα τα πρόσωπα των παιδιών των ψαράδων. Σκηνή που με προβλημάτισε και μ’ έβαλε σε βαθιές σκέψεις και με αποκαλυπτικό τρόπο «τα μωρά του κόσμου» θα αποτελούσαν τη ζύμη για να αρχίσει μια νέα πορεία ζωής γι’ αυτούς τους μη έχοντας πού να πορευθούν και πώς να γνωρίσουν το θέλημα του Κυρίου και της Βασιλείας Του. Δεν ρώτησε ο Κύριος την καταγωγή τους ούτε αν ήταν κάτοχοι σπουδαίων πτυχίων της εποχής, ούτε την οικογενειακή και κοινωνική τους κατάσταση. Τους έβλεπε σαν τους μέλλοντες πρεσβευτές του και συνοδοιπόρους στο κήρυγμα των ανθρώπων που έμελλαν και αναζητούσαν την αλήθεια και την κληρονομιά της Βασιλείας του Θεού.

Αυτά τα παιδιά, έτσι όπως στέκονταν δίπλα εκεί στη λίμνη, πίσω από το προστατευτικό κιγκλίδωμα, αποτύπωναν αυτή την εικόνα. Με τη βοήθειά τους, δοκίμασα να περάσω στην άλλη πλευρά του οικοπέδου, για να είμαι πιο κοντά τους και να με δουν κι αυτοί, όταν αντιλήφθηκα ότι είχαν αυτή την περιέργεια, επειδή ήμουν βέβαιος ότι δεν ξαναείδαν τα μάτια τους αυτό το φαινόμενο, έτσι όπως ήμουν, με τη μακριά γενειάδα και το αντερί (εξώρασο). Χωρίς να ζητήσω λεπτομέρειες για τη ζωή τους, θέλησα να τους καλέσω να προσευχηθούν. Κι επειδή γνώριζα από τις συχνές επισκέψεις μου στα σχολεία, είδα ότι κατείχαν μέσα τους αυτή τη μυστηριακή – κρυφή επικοινωνία με τον Θεό. Έκλεισαν τα μάτια τους, έβαλαν τα χέρια τους μπροστά στα προσωπάκια τους … Κατάλαβα ότι είχαν ανάγκη αυτή την ώρα την προσευχή, τους έλειπε, καρτερούσαν την ώρα της, γιατί, στα πρόσωπά τους έβλεπε, κανείς, την ίδια την εικόνα του Θεού. Ήλθε εκείνη τη στιγμή ο ίδιος ο Θεός, για να παρηγορήσει, να ελεήσει και να συντροφεύσει την εικόνα Του, τον άνθρωπο κάθε φυλής και γλώσσας, καταγωγής και προέλευσης, ακόμα και θέσης μέσα στην κοινωνία. Μια εικόνα συνάντησης με τους φίλους του ίδιου του Θεού.

 

Subscribe to Email