Νικηφόρου Βρεττάκου
Τριγυρνῶ ἑξήντα χρόνια μές τήν Κύπρο τοῦ κόσμου,
ἡ Κύπρος παντοῦ, ἀλλά Κύπρος ἐσύ,
παραφόρτωσες τήν καρδιά μου μέ ἐρείπια καί μέ ἄταχτα
ριγμένους νεκρούς, πεσμένους ἀνάσκελα ἤ μπρούμητα κάτω
ἀπ’ το φῶς
μές στό πράσινο, μέσα στά χρώματα τό ἔρωτα, ἐμπρός
στίς ἀνταύγειες τῆς Κύπριδας πού ἀναδύεται, μές στά αἰωρούμενα
ζαφείρια τῆς θάλασσας. Τόση ὀμορφιά,
πώς γίνεται, Θεέ μου, νά μήν
ἀκούγεται ὁ λόγος της. Θεέ μου, δέν εἶναι
δέν εἶναι γιά ὅπλα ὁ τόπος αὐτός, δέν εἶναι γιά βόμβους,
δέν εἶναι γιά οὐρλιάγματα τσακαλιῶν, γιά κραυγές
μαρτύρων δέν εἶναι, ἐδῶ ὅπου νίκας κατά
βαρβάρων δωρούμενος χάραξες ἔντονα
σημεῖα εἰρήνης καί σημεῖα φωτός καί τῆς κέντησες
τό χῶμα μέ λεμονιές, τήν ἔκαμες ὄμορφη
ὅπως εἶναι ἡ ψυχή τοῦ ποιητῆ, ὅταν ἐμπνέεται.
Φωτιά! Δικαιοσύνη φωτιά κατά τόπους, φωτιά!
μές στήν Κύπρο τοῦ κόσμου, ἡ Κύπρος ἀμύνεται!