Αχιλλέα Παράσχου
Με καλαθάκι αδειανό κι ως την καρδιά θλιμμένο,
ένα μικρούτσικο φτωχό,
εις το σχολειό του μοναχό
τραβούσε το καημένο.
Περνούσε από κάτασπρο μικρό ερημοκκλήσι
του φάνηκε ωσάν φωλιά
όπου ζεσταίνει τα πουλιά
χιονιάς όταν φυσήσει.
Εις την εικόνα του καλού Σωτήρος μας εστάθει
κι ως να χε εμπρός του το Χριστό,
του έλεγε γονατιστό
απ’ της ψυχής τα βάθη.
– Χριστέ δεν έχουμε ψωμί στο σπίτι μας και κλαίω.
Ιδές το καλαθάκι μου αν ψέματα σου λέω.
Εγώ είμαι καλό παιδί, μου είπε η μητέρα,
και δεν πειράζει νηστικό να μείνω και μια μέρα.
Μα τα μικρά τ’ αδέλφια μου και η πιο μικρή μας Φρόσω
δεν είναι κρίμα να πεινούν νύκτα και μέρα τόσο;
Καλά, εμάς μας άφησες και δεν μας συλλογιέσαι
όμως τη Φρόσω δεν μπορείς να πεις πως δεν λυπάσαι.
Να! Σου τα είπα όλα μας τα βάσανα και λύπες
για να μην λες ύστερα, γιατί δεν μου τα είπες.
Σα σχόλασε, ω! Τι χαρά!
Ωσάν πουλιά πετούσαν
τ’ αδέλφια του μεσ’ την αυλή,
μαζί κι η Φρόσω η καλή,
και σαν τρελλά γελούσαν.
Καινούρια ρούχα και ζεστά,
φορούσε το καθένα,
και όταν το είδαν να φανεί
χαράς αφήσανε φωνή
μεγάλα τα καημένα.
Ψωμάκι τώρα έχουμε
μικρό μου πονεμένο
του είπ’ η μάνα του κι αυτό
όπου στα χέρια μου κρατώ
χρυσάφι γεμισμένο
Απ’ όλα τώρα έχουμε
τι θέλεις να σου φέρω;
Ξέρεις μικρό μου ορφανό
πως πλέον δεν θα λες πεινώ;
Κι είπ’ ο μικρός «το ξέρω».
«Το ξέρεις! πώς;» «Να ο Χριστός
μας πλούτισε μητέρα.
Σχολείο μου σαν επήγαινα
στο ρημοκλήσι πέρα,
του είπα του καλού Χριστού
για να μας βοηθήσει.
Δε στα’ πε;» «- Ναι, ο Κύριος
μας έχει ελεήσει. . .
μ’ ένα του όμως άγγελο
για χάρη ιδική σου˙
Γι’ αυτό λαμπάδα να του πας
στην εκκλησιά, θυμήσου».
Το θαύμα αυτό πώς έγινε;
Όταν στην εκκλησία
παρακαλούσε ο μικρός
μυριόπλουτος κυρία
το άκουσε, σε μια γωνιά
κρυμμένη, και βοήθεια
εις την μητέρα έστειλε
με πονεμένα στήθια.