Ἰ. Ἀ. Χαρκιολάκη

Τήν ἄνοιξη, ὡς γνωστόν,

τήν ψάλλουν τά πουλιά καί οἱ ποιητές⸱

τή λούζει ὁ ἥλιος

μέ φῶς ἀνθέων καί μέ χρώματα,

ἀπ’ τά ὁποῖα οὐδέποτε ἀπουσιάζει

τό μενεξελί τοῦ πένθους.

Τήν ἄνοιξη τή χαϊδεύει ἡδονικά ὁ ἄνεμος

μέ ἐμπόδια νιότης ἁλμυρῆς,

οἱ μέλισσες τῆς δίνουν τραταμέντο

μέλι καί κηρήθρα

καί τήν καλωσωρίζουν ὁλόδροσα

χαμογελώντας τά δελφίνια.

 

Τήν ἴδια ὥρα ἀκριβῶς, ἡ Ἄνοιξη,

ἤρεμα σταυροχεριασμένη,

χρυσοκέρινη, μέσα στίς πασχαλιές

καί μέσα στούς λεμονανθούς,

κυκλωμένη ἀπό νέφη θυμιάματος,

ἀπό λαμπάδες, ἑξαπτέρυγα

καί μάτια ἀπορημένα παιδικά,

κάτω ἀπό ἤχους ἀντρίκιας φοβερῆς καμπάνας

καί ἐγκώμιον τρυχομένης Μάννας λυρικῶν,

δέχεται θρῆνο χαρμολύπης ἐπιτάφιο

καί ἑτοιμάζεται χαράματα τῆς Κυριακῆς

νά ἀνατείλει ὡς Νυμφίος

ἔρωτος κάλλει ὡραῖος, ὁλοφώτεινος,

ἐκ παστάδος μετά δόξης ἐξερχόμενος!

Subscribe to Email