Μητροπολίτη Προικονήσου Ιωσήφ
Ὁ Ἀνδρέας κρατάει στιβαρὰ τὴ λαγουδέρα
τοῦ καραβιοῦ μας «Ἡ Κύπρος».
Οἱ πειρατὲς ποὺ κάμανε ρεσάλτο στὴ γέφυρα
δὲν τὸν πτοοῦν.
Ὁ Βαρνάβας παρηγορεῖ τὸν θλιμμένο Πενταδάκτυλο·
εἶναι, ὡς γνωστόν, «υἱὸς παρακλήσεως».
Ὁ Κυπριανὸς στὴ Λευκωσία βεβαιώνει,
στεντορείᾳ τῆ φωνῆ,
τὸ ἀκατάλυτο τῆς Ρωμιοσύνης.
Ὁ Αὐξεντίου βγορίζει ἀπὸ τὸν Μαχαιρᾶ,
σκοπὸς ἀνύστακτος,
μὴν προχωρήσουν περισσότερο οἱ βάρβαροι.
Ὁ Μακάριος ἁπλώνει τὸ ράσο του
ἀπ’ τὸ Θρονὶ τῆς Παναγιᾶς,
νὰ σκιάξῃ τὰ κοράκια ποὺ ὅρμησαν στὸ κοπάδι του.
Ἡ Ἑλένη συνάζει στὸ Σταυροβούνι
τὶς μάνες τῶν ἀγνοουμένων, τὶς Κύπριες μάνες,
καὶ παρακαλιοῦνται γονατιστές:
«Σταυρός, ὁ φύλαξ πάσης τῆς οἰκουμένης…».
Ἡ Βασίλισσα τοῦ Κύκκου,
ἡ Ἀρχοντοδέσποινα τοῦ Μαχαιρᾶ,
ἡ Κυρὰ ἡ Τροοδίτισσα,
«ἡ τῶν ἀπηλπισμένων μόνη ἐλπὶς
καὶ τῶν πολεμουμένων βοήθεια»,
σκεπάζει μὲ τὴν Ἅγια Σκέπη Της τὴν Κύπρο.