Γιώργου Κυπριανού
Δεν συνηθίζεται. Για Χριστούγεννα και Πρωτοχρονιά δεν πας Ανατολή αλλά Δύση. Κι όμως. Αξίζει. Για πολλούς λόγους.
Καταρχάς, η Πόλη είναι μαγική, όποια μέρα ή περίοδο του χρόνου κι αν πας. Σαγηνεύει τους πάντες, κατά πάντα και δια πάντα. Ωστόσο, τις μέρες των Χριστουγέννων είσαι πιο περίεργος. Διερωτάσαι. Οι Ρωμηοί πώς γιορτάζουν; Το καθεστώς πώς διαχειρίζεται την παγκόσμια μέρα αλλαγής του χρόνου;
Προς έκπληξή μου, η Πόλη ήταν στολισμένη γιορτινά και μάλιστα χριστουγεννιάτικα! Τουλάχιστον στα κεντρικά και πιο τουριστικά της σημεία. Δεν είχε σε τίποτα να ζηλέψει από δυτικές παραδοσιακές των Χριστουγέννων πόλεις. Παρά το θρησκευτικά και πολιτιστικά ασυμβίβαστο περιβάλλον.
Στη συνέχεια, ψάχνεις τη ρωμαίικη παρουσία. Πας στα γνωστά προσκυνήματα, στους ζωντανούς ναούς της Πόλης. Το σκηνικό το ίδιο όπως πάντα. Ένας παπάς και ένας ψάλτης και κάνα-δυο Ρωμηοί ή Ρώσσοι, Γεωργιανοί, Τούρκοι βαπτισμένοι κ.α. Οι καμπάνες χτυπούν ανενόχλητες. Ιερείς και Δεσποτάδες στη θέση τους. Κανονικά. Μυστικά. Πατριαρχικά. Μεγαλόπρεπα και με απλότητα. Όπως ακριβώς και η Γέννηση του Χριστού. Ταπεινή, αφανής, σε ξένο έως και εχθρικό περιβάλλον, μα μεγαλόπρεπα και βασιλικά, με δώρα πανάκριβα από τους μάγους.
Χριστούγεννα. Πρωτοχρονιά. Φώτα. Ο Χριστός εν Πόλει γεννάται, περιτέμνεται, βαπτίζεται. Χωρίς να προκαλεί ή να προκαλείται. Οι Ρωμηοί, όσοι έμειναν κι αυτοί, προσπαθούν. Χαίρονται, συνάγονται επί τω αυτώ. Κόβουν βασιλόπιττα. Τραγουδούν και αλληλοασπάζονται. Κάνουν γιορτές. Ψάλλουν τα Κάλαντα. Και όχι μόνο στις αίθουσες και στις εκκλησιές τους. Ψάλλουν τα Κάλαντα στους δρόμους της Πόλης, της ευρωπαϊκής και της ασιατικής. Μπροστά οι δάσκαλοι των Σχολών, πίσω οι μαθητές, περαστικοί, Ρωμηοί εθελοντές και Ελλαδίτες επισκέπτες. Μια χούφτα μέσα σε δεκάδες εκατομμύρια. Περπατούν και ψάλλουν δυνατά τα Κάλαντα. Χωρίς να προκαλούν ή να προκαλούνται. Με χαμόγελο στα χείλη, με χαρά στα πρόσωπα. Με ιστορική συνείδηση. Με ψυχή. Πολλή ψυχή. Και η Πόλη γεμίζει Ρωμηοσύνη.
Η εμπειρία των μυστικών ακολουθιών και των χριστουγεννιάτικων μελωδιών στους δρόμους της Πόλης, ήταν για μένα το μεγαλύτερο δώρο. Κι ας ήμουν στην Πόλη. Κι ας έλειπα απ’ τον τόπο μου, μακρυά απ’ τη Δύση.
Και για πρώτη φορά θα τολμήσω να το πω ξεκάθαρα, με ευθύτητα και επίγνωση. Να πω σε όλα τα μυαλά και τις καρδιές, που αρνούνται να επισκεφθούν την Πόλη ή άλλες κατεχόμενες πατρίδες για λόγους πατριωτικούς, πως κάνουν λάθος, όσο κι αν σέβομαι την διαφορετική άποψη. Μεγάλο λάθος. Κι ο λόγος; Μου τον υπέδειξε ένας απλός γηραιός ρωμηός, όταν προσκύνησα την Παναγία του Πέραν. Ήμασταν ο υποφαινόμενος και ένα νεαρό ζευγάρι από την Ελλάδα. «Από πού είστε»; ρώτησε. «Από την Κύπρο». «Από την Ελλάδα». «Μπράβο» μάς είπε. «Να έρχεστε! Όσο υπάρχετε εσείς, υπάρχουμε και μεις».