π. Ανδρέα Αγαθοκλέους
7.8.1981
Ὁ Ἀρχιερατικός πού τελειώθηκε ὡς μοναχός
Ὁ π. Εὐστάθιος, μετά τήν εἰσβολή τοῦ 1974, ἐγκαταστάθηκε στήν Ἀραδίππου. Ὁ Κιτίου Χρυσόστομος τόν προσκάλεσε νά μένει μαζί του στή Μητρόπολη. Ἔτσι, πολύ εὔκολα μποροῦσε κάποιος νά τόν βρεῖ, νά μιλήσει μαζί του ἤ νά ἐξομολογηθεῖ. Ἄνθρωπος χαμηλοῦ ἀναστήματος ἀλλά καί χαμηλῶν τόνων, προσείλκυε μικρούς καί μεγάλους μέ τή γλυκύτητα τοῦ προσώπου του καί τό ἀνεπιτήδευτο τοῡ χαρακτήρα του. Κοντά του ἔνιωθες νά ὑπάρχεις, νά θέλεις νά ζήσεις τή ζωή τοῦ Χριστοῦ, τήν ὀμορφιά τῆς πνευματικῆς ἄσκησης.
Στήν Ἀμμόχωστο ζοῦσε στό Ἐπισκοπεῖο ὡς Ἀρχιερατικός Ἐπίτροπος ἐπί Μακαρίου τοῦ Γ΄, θέση μέ πολλή ἐξουσία καί δύναμη. Γνώρισε πολύ κόσμο, προσωπικότητες ἀπό τόν πολιτικό καί ἐκκλησιαστικό χῶρο, χωρίς, ὡστόσο, νά τοῦ προκαλεῖ αὐτό ἔπαρση. Βοηθοῦσε ὑλικά καί πνευματικά ὅσους προσέφευγαν σέ αὐτόν.
Τό 1978 ἀναχωρεῖ γιά τό Ἅγιο Ὄρος. Ἡ ἀπόφασή του αὐτή θά πρέπει νά ὑπῆρχε μέσα του ὡς ἐπιθυμία ν’ ἀφιερωθεῖ τελείως στό Χριστό πού ἀγάπησε κι ἀκολούθησε «ἐκ νεότητος». Ἡ κατάσταση πρίν τήν εἰσβολή, μέ τίς ἐμφύλιες ἀντιπαλότητες καί κυρίως, γιά τόν ἴδιο, τίς συγκρούσεις ἐντός τῆς Ἐκκλησίας μέ τήν ἀπαίτηση τῶν τριῶν Μητροπολιτῶν νά παραιτηθεῖ ἀπό τήν προεδρία τῆς Δημοκρατίας ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Μακάριος, καί μετά τήν εἰσβολή μέ τόν ξεριζωμό καί ὅλα ἐκεῖνα πού βεβαίωναν τή ματαιότητα τῶν ἐγκοσμίων, ἐνθάρρυνε τήν ἀπόφασή του.
Στή Νέα Σκήτη τοῦ Ἁγίου Ὅρους, στή Καλύβη τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, στό Γέροντα Ἱερομόναχο Ἐλπίδιο - ἀδερφό τοῦ ἁγίου Φιλουμένου - τόν ὁποῖο γνώριζε ἤδη, ἀφιέρωσε τό ὑπόλοιπο τῆς ζωῆς του. Αὐτός ὁ μεγάλος κατά κόσμο, στόν ὁποῖον τόσοι πολλοί ὑποτάσσονταν, μπῆκε στήν ὑπακοή ὄχι μόνο τοῦ Γέροντα Ἐλπίδιου ἀλλά καί τοῦ Μοναχοῦ Ἐμμανουήλ ὡς ἀρχαιότερού του.
Τόν συνάντησα τόν Ὀκτώβριο τοῦ 1979, ὅταν ἐπισκέφτηκα τό Ἅγιο Ὄρος γιά πνευματική προετοιμασία λίγους μῆνες πρίν τήν εἰς διάκονον χειροτονίαν μου.
Ἡ ὁλοπρόθυμη ὑπακοή του στόν π. Ἐμμανουήλ, πού ἀντικαθιστοῦσε τό Γέροντα Ἐλπίδιο πού ἀπουσίαζε στήν Ἀθήνα ἐκεῖνες τίς μέρες, μοῦ προκάλεσε τήν ἀπορία καί τό θαυμασμό. Ἀπορία γιά τό «πῶς γίνεται;» καί θαυμασμό γιά τήν ὑψοποιόν ταπείνωση πού βεβαιωνόταν ἐμπρός μου.
Τό ἀπόγευμα, μετά τόν Ἑσπερινό καί τήν κούραση τῆς ἡμέρας πού φαινόταν στήν ὕπαρξή του - ἔπασχε καί ἀπό χρόνιο διαβήτη - βρεθήκαμε ἀπέναντι στή δύση τοῦ ἡλίου. Ἔδυε μέσα στή γαληνεμένη θάλασσα πού ἁπλωνόταν μπροστά μας, μεταγγίζοντάς μας τό μεγαλεῖο της. Κουβεντιάζαμε διάφορα θέματα. Γιά μία στιγμή μοῦ λέει:
- Ἀμφιβάλλουν μερικοί ὅτι ὑπάρχει Θεός. Νά, ὁ Θεός!
Καί δείχνει τό ὑπέροχο τοπίο πού ἁπλωνόταν ἐμπρός μας.
- «Θαυμαστός ὁ Θεός ἐν τοῖς ἔργοις Αὐτοῦ». Θά πρέπει νά ξαλαφρώσουμε ἀπό τά ὑλικά, τίς βιοτικές μέριμνες, γιά νά μπορέσουμε νά πετάξουμε στόν οὐρανό. Δυστυχῶς οἱ πολλοί δέν βλέπουν τό τέλος τους.
Ἦταν ἡ τελευταία φορά πού συναντιόμασταν «ἐν αἰσθήσεσι». Στίς 7.8.1981 κοιμήθηκε ἐν Κυρίῳ, ἀφήνοντας φήμη στούς Ἁγιορεῖτες μοναχοῦ πού σέ λίγο χρόνο ἄσκησης ἀπέκτησε πολλά χαρίσματα.
Από το βιβλίο: Συναντήσεις -Ανακαλύψεις -Αποκαλύψεις, έκδοση Ι. Ησυχαστηρίου Αγίας Τριάδος