19 Ιουνίου
Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς
Ο άγιος Ιούδας ήταν ένας από τους Δώδεκα Αποστόλους. Ήταν γιος του Ιωσήφ και της Σαλώμης και αδελφός του Ιακώβου, του επιλεγόμενου αδελφοθέου. Ο Ιωσήφ ο Μνήστωρ είχε τέσσερις γυιους με τη Σαλώμη: τον Ιάκωβο, τον Ιωσήφ, τον Σίμωνα και τον Ιούδα (από τον πρώτο του γάμο, βλ. Ματθ.13,55). Αυτός, ο απόστολος Ιούδας, ονομαζόταν συχνά «Ιούδας, αδελφός του Ιακώβου», επειδή ο αδελφός του ήταν πιο γνωστός.
Ο άγιος Ιούδας αρχίζει την επιστολή του ως εξής: «Ιούδας Ιησού Χριστού δούλος, αδελφός δε Ιακώβου». Παρ’ ότι θα μπορούσε, όπως ο Ιάκωβος, να αποκαλεί τον εαυτό του αδελφό του Κυρίου εντούτοις δεν το έκανε, από ταπείνωση αλλά και αισχύνη, διότι στην αρχή δεν πίστευε στο Χριστό.
Όταν ο υπέργηρος Ιωσήφ θέλησε, προτού πεθάνει, να αφήσει ένα μέρος της περιουσίας του στον Ιησού και στα άλλα αδέλφια του, όλοι τότε διαμαρτυρήθηκαν, ακόμη και ο Ιούδας. Μόνος ο Ιάκωβος οικειοθελώς άφησε ένα τμήμα του δικού του μεριδίου για τον Ιησού.
Ο Ιούδας ονομαζόταν επίσης Λευαίος και θα Θαδδαίος. Υπάρχει και ένας άλλος Θαδδαίος, των εβδομήκοντα αποστόλων (21 Αυγούστου)⸱ όμως ο περί ου ο λόγος εδώ Θαδδαίος ή Ιούδας ήταν εκ των Δώδεκα Αποστόλων.
Ο Ιούδας κήρυξε το Ευαγγέλιο στην Ιουδαία, στη Σαμάρεια, στη Γαλιλαία, την Ιδουμαία, τη Συρία, την Αραβία, τη Μεσοποταμία και την Αρμενία. Στην Έδεσσα, πόλη του Αύγαρου, εμπλούτισε το κήρυγμα του άλλου, προαναφερθέντος Θαδδαίου. Όταν ο Ιούδας κήρυξε στις περιοχές κοντά στο όρος Αραράτ, συνελήφθη από τους άπιστους: τον σταύρωσαν και τον κατατρύπησαν με τα βέλη τους, μέχρι που παρέδωσε το πνεύμα του στον Θεό, ώστε να βασιλεύει αιώνια στη Βασιλεία Του.