Ραφαήλ Χ. Μισιαούλη
Η Αγία Ανυσία γεννήθηκε και έζησε στα δύσκολα εκείνα χρόνια των διωγμών κατά των Χριστιανών επί εποχής του βάναυσου διώκτου, του Μαξιμιανού, την ίδια περίοδο με τον πολιούχο Άγιο της Θεσσαλονίκης, τον Μυροβλύτη Δημήτριο.
Σε νεαρή ηλικία έμεινε ορφανή από πατέρα και μητέρα, οι οποίοι ήταν επιφανείς και πλούσιοι άρχοντες της Θεσσαλονίκης. Ασπάσθηκαν την πίστη την αληθινή, του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, με την οποία γαλούχησαν από μικρής ηλικίας τη θυγατέρα τους. Πόθος της ήταν να συναντήσει τον Ουράνιο Νυμφίο Χριστό, αποστρέφοντας τις ηδονές και τα υλικά αγαθά του μάταιου τούτου κόσμου και αναζητώντας τα αιώνια, ουράνια και άφθαρτα αγαθά του Παραδείσου. Γι’ αυτό μοίρασε όλα της τα πλούτη στους φτωχούς «καὶ τὸν πλοῦτον σκορπίσασα, καὶ πτωχοῖς ἐπαρκέσασα, ἐνυμφεύθης ἄφθορος τῷ Ποιήσαντι».
Ζούσε αφιερωμένη στο Χριστό και διαρκώς προσευχόταν, τηρώντας τις νηστείες της Εκκλησίας μας. Πώλησε όλα τα υπάρχοντά της και διένειμε το πλούτο της στους φτωχούς, ενώ η ίδια ζούσε από τον κόπο των χεριών της.
Κάποια ημέρα η αγία αυτή παρθένος είχε βγει έξω για να πάει στην εκκλησία. Την ημέρα εκείνη οι ειδωλολάτρες γιόρταζαν τη γιορτή του ήλιου. Καθ’ οδόν συνάντησε έναν στρατιώτη, ο οποίος την ανάγκασε να θυσιάσει στα είδωλα «μὴ προσκυνῆσαι ἡλίῳ γάρ, πεισθεῖσα τὴν ἄδικον, καθυπέμεινας σφαγήν, φοινιχθεῖσα τοῖς αἵμασι». Όμως, η πίστη της Αγίας ήταν σταθερή και ακλόνητη στον Ένα και Αληθινό Χριστό. Έτσι, απαρνήθηκε τα είδωλα και τον έφτυσε κατά πρόσωπο. Ο στρατιώτης έβγαλε το σπαθί του και το έμπηξε κάτω από το πλευρό της. Έτσι έλαβε μαρτυρικό τέλος η επίγεια ζωή της αγίας Ανυσίας, το έτος 298, και αξιώθηκε να λάβει τον αμαράντινο της δόξης στέφανο «μαρτυρίου διαλάμπουσα λαμπηδόσι, καὶ ἀφθαρσίας στέφανον ἀναδησαμένη, χαίρουσα παρίστασαι, Χριστῷ τῷ Νυμφίῳ σου».
Το θαυμαστό στην περίπτωσή της είναι ότι ο σύντομος χρόνος της ζωής της και το νεαρό της ηλικίας υπερκεράσθηκαν από τα σπάνια ψυχικά της χαρίσματα, την σοβαρότητα, τη γενναιότητα του φρονήματος, την πολιά της σύνεση και τον «ἐκ βρέφους» πόθο της για τον Χριστό, ώστε θεωρώντας όλα τα δελεάσματα της ζωής «ὡς ἱστόν ἀράχνης», προχώρησε στις ευγενέστερες επιλογές και κόσμησε τη σύντομη ζωή της με την τριπλή κατά Θεόν «δόξα», της παρθενίας, της οσιότητος και του μαρτυρίου.