π. Ἀνδρέα Ἀγαθοκλέους
Σχόλιο στό Ευαγγέλιο τῆς Κυριακῆς Η΄ Λουκᾶ
«Πειράζων αὐτόν». Δέν ἦταν ἡ ἀπορία οὔτε ἡ ἀναζήτησή του πού τόν ὁδηγεῖ στόν Ἰησοῦ γιά νά ἐκθέσει τήν ἀπορία του «τί νά κάμει γιά νά κληρονομήσει τήν αἰώνια ζωή». Ἕνα τέτοιο σημαντικό θέμα τό καταθέτει γιά νά πειράξει, νά προκαλέσει, νά ἐκθέσει τό Διδάσκαλο.
Κι ἔγινε ἀφορμή γιά νά μάθουμε τήν ἀλήθεια «ποιός μᾶς εἶναι πλησίον». Μέσα ἀπό τήν παραβολή τοῦ Καλοῦ Σαμαρείτη, μᾶς ἀποκαλύπτεται τό μυστήριο τῆς ἀγάπης πρός τόν πλησίον, ὅπως τό ἔφερε ὁ Κύριος στόν κόσμο.
Πλησίον γίνεται ὁ καθένας πού συναντάμαι στό δρόμο τῆς ζωῆς μας καί μᾶς ζητᾶ, μέ τή σιωπή ἤ τό λόγο του, θά σκύψουμε στόν πληγωμένο ἑαυτό του γιά συμπαράσταση ὑλική, ψυχολογική ἤ πνευματική, ἀνάλογα μέ τό τί χρειάζεται. Βέβαια, ἡ ὅποια συμπαράσταση ἔχει κόστος, δόσιμο, θυσία, γιά νά εἶναι ἀγάπη.
Ὁ Σαμαρίτης τῆς παραβολῆς, δέν ἦταν οἰκεῖος οὔτε ὁμόθρησκος οὔτε ὁμοεθνής. Ἦταν ἄγνωστος, ἀντίπαλος, ἐχθρός. Ὅταν οἱ οἰκεῖοι του «ἦλθαν, εἶδαν κι ἀντιπαρῆλθαν» ἐκεῖνος, μέ κίνδυνο γιά τή ζωή του ἀπό τούς ληστές πού ἴσως νά κρύβονταν, «ἦλθε κατ’ αὐτόν» καί σπλαχνικά τόν φρόντισε, τόν πῆγε στό πανδοχεῖο καί πλήρωσε γι’ αὐτόν ἀλλά καί ἐπανέρχεται γιά νά ξοφλήσει τα ὀφειλόμενα.
Δέν εἶναι ἁπλό ν’ ἀγαπᾶς καί νά γίνεσαι οὐσιαστικά «ὁ πλησίον» γιά ὅποιον ὁ Θεός θά στείλει μπροστά σου. Χρειάζεται νά ἀγαπᾶς πρῶτα τό Θεό καί Κύριο σου «ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου καί ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς σου καί ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος σου καί ἐξ ὅλης τῆς διανοίας σου».
Τότε δέν πιέζεσαι, δέν προγραμματίζεις, δέν ὑπολογίζεις, γιατί δέν περνᾶ τό δόσιμο τῆς καρδιᾶς ἀπό τό λογικό. Εἶσαι ὁ ἑαυτός σου. Αὐτός πού ἑνώθηκε μέ τό Χριστό μέ ὅλη τήν ὕπαρξη, ὥστε νά μή ζεῖς ἐσύ ἀλλά Ἐκεῖνος μέσα σου. Τότε ὅλα εἶναι ἁπλά, εὔκολα, χαρούμενα, αἰώνια.