π. Κωνσταντίνου Καλλιανού

Πολλὰ πράγματα τὰ μαθαίνει κανένας ἀπὸ τὰ πρώιμα τὰ χρόνια, τὰ χρόνια τῆς ἡλικίας ἐκείνης ποὺ ἀρέσκεται, ὡς παιδἰ,  ν᾿ ἀκούει καὶ νὰ διδάσκεται. Γιατὶ μέσα στὴν τρυφερὴ ἐπιφάνεια τῆς ἄσπιλης ψυχῆς, ἐγγράφονται τὰ πλέον πολύτιμα βιώματα. Βιώματα ποὺ σοῦ χρησιμεύουν κάποτε, σὲ ἀνυποπτο χρόνο στὸ μέλλον ὡς δεῖκτες μιᾶς γνήσιας πνευματικῆς πορείας καὶ  προσφορᾶς.

Πᾶνε πολλὰ χρόνια ἀπὸ τότε. Δὲν τὰ μέτρησες ποτέ, ἀλλὰ καταλαβαίνεις πιὰ ὅτι ἔχουν περάσει τὶς ἕξι δεκαετίες. Χρόνια σὲ ἕνα μικρὸ χωριό, ὀρεινό καὶ φυτεμένο ἀνάμεσα σὲ πεῦκα, ἐλιές κι ἀμυδαλιές. Μὲ μιὰ κοινωνία ἁπλῶν, πονεμένων καὶ κουρασμένων ἀνθρώπων. Ὡστόσο, τὶς ἐλπίδες τους καὶ τὴν ὅλη τους βιοτὴ τὴν εἶχαν τάξει στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ στὴν Μητρικὴ μέριμνα τῆς Παναγίας. Καὶ δὲν εἶναι σχῆμα λόγου αὐτό, γιατὶ στὴ μνήμη φτάνουν κάποιες ἰκεσίες-ξεχασμένες σήμερα ἤ καὶ περιφρονημένες-ἀπὸ ἐκεῖνες τὶς ἀγράμματες κι ἁπλοϊκὲς γιαγιάδες, ποὺ ὅταν σήκωνε τρικυμία καὶ τὸ νησὶ ὁλάκερο σείονταν ἀπὸ τὰ θέμελιά του, αὐτές, λοιπὸν, κοιτάζοντας ψηλά, κατὰ τὸν Οὐρανὸ δέονταν: «Παναϊά μου στὸ πέλαγο», ποὺ σήμαινε νὰ προφτάσει ἡ Χάρη Της νὰ σκεπάσει μὲ τὴ στοργή, τὴν προστασία καὶ τὴν Μητρική Της βοήθεια αὐτοὺς ποὺ κινδύνευαν μέσα στὴ μανιασμένη θάλασσα.  Μὲ λίγα λόγια παρακαλοῦσαν νὰ σταθεῖ σιμά τους ἡ Χάρη Της καὶ ὡς ὁλόφωτη σκέπη νὰ τοὺς φυλάξει ἀπὸ παντὸς κακοῦ».

Δὲν ἤξεραν τίποτε αὐτὲς οἱ γυναῖκες ἀπὸ τὸ θαῦμα ποὺ ἀντίκρυσαν ὁ ὅσιος Ἀνδρέας ὁ διὰ Χριστὸν Σαλός, μαζί μὲ τὸν μαθητή του, τὸν Ἐπιφάνιο στὴν ἀγρυπνία ἐκείνη, ποὺ γίνονταν στὴν Παναγία τῶν Βλαχερνῶν, ὅπου ἡ Θεοτόκος, ἀφοῦ πῆρε στὰ ἄχραντα χερια Της τὸ μαφόριό Της, τὸ ὁποῖο φυλάσσονταν στὸν ναὸ ἐκεῖνο, τὸ ἅπλωσε πάνω στοὺς πιστοὺς γιὰ νὰ δείξει ὅτι τοὺς σκέπει καὶ ἔχει ὑπὸ τῆς προστασία καὶ ἀνύστακτο συνδρομή Της.  Ναί, δὲν ἤξεραν...Μήτε εἶχαν ἀκούσει - ἀπὸ ποῦ ἄραγε, ἀφοῦ μήτε μαζικὰ μέσα ἐπικοινωνίας ὑπῆρχαν, μήτε καὶ μορφωμένοι κήρυκες ἔφταναν στὸ χωριό, μήτε κι ὁ παπάς εἶχε σπουδάσει τὰ θεολογικὰ γράμματα. Ὅμως διαισθάνονταν, ὡς μανάδες  κι οἱ ἴδιες, πὼς ἡ Παναΐτσα-ἔτσι, χαΐδευτικὰ τὴν ἀποκαλοῦσαν- Μάνα κι ἡ ἴδια ὅλου τοῦ ἀνθρώπινου γένους θὰ ἔσπευδε καὶ μὲ τὸ μαφόριό Της θὰ ἔσκεπε, θὰ φύλαττε τὸν κάθε κινδυνεύοντα καὶ δεόμενο: «ἐν τῇ σκέπη Σου φύλαξον ἄτρωτον». Ὅπως τὸν κάθε πιστὸ ποὺ μέσα στὴ κάμινο τῆς στυγνῆς καθημερινότητας ἀνεβαίνει τὸν προσωπικό του Γολγοθᾶ μὲ τὴν ἰκεσία στὰ χείλη καὶ στὴν ψυχή: «Διάσωσον, Θεοτόκε...».  

Ἤξεραν λοιπόν ἐκεῖνες οἱ φτωχὲς τῷ πνεύματι γυναῖκες πὼς Ἐκείνη θὰ γινόταν σὲ κάθε περίσταση νεφέλη ποὺ σκέπει μὲ τὴ δροσιά του τοὺς κεκοπιάκότας ὁδοιπόρους τοῦ βίου καὶ  βοήθεια. Καὶ μήπως δὲν εἶναι, ὅπως καὶ δὲν θὰ παραμείνει νὰ εἶναι ἕως τῆς συντελείας «σκέπη καὶ βοήθεια κραταιά»;

Subscribe to Email