π. Βαρνάβα Γιάγκου

Ἡ αὐθεντικότητα τῆς πνευματικῆς μας κατάστασης κρίνεται μέ τό κριτήριο τῆς εὐσπλαχνίας. Οὔτε μέ τίς ἐξωτερικές ἀσκήσεις οὔτε μέ τήν αὐτοκυριαρχία στά πάθη. Ἄν δέν πιστέψουμε ὅτι ὁ ἄλλος ἀποτελεῖ μέλος τοῦ ἰδίου σώματος, δέν μποροῦμε νά ἀποκτήσουμε ἦθος εὐσπλαχνίας, πού εἶναι ὁ πυρήνας τῆς χριστιανικῆς πρακτικῆς. Ἡ κάθε στιγμή τῆς ζωῆς μας εἶναι μία πρόκληση εἴτε νά κλειστοῦμε στόν ἑαυτό μας καί νά ζήσουμε μέ βάση τήν ἰδιοτέλεια καί τή φιλαυτία μας ἤ νά γίνει ἕνα ἄνοιγμα στόν κάθε ἄλλο φίλο ἤ ἐχθρό καί νά τοῦ δώσουμε αὐτό πού λάβαμε ἀπό τόν Θεό -ἄν φυσικά λάβαμε-, πού εἶναι τό ἔλεος καί ἡ εὐσπλαχνία Του.

Δείκτης ζωῆς μας δέν εἶναι τό σύστημα ἠθικῆς τοῦ κόσμου ἀλλά ὁ λόγος Του νά γίνουμε οἰκτίρμονες, ὅπως ὁ οὐράνιος πατέρας πού βρέχει ἐπί δικαίων καί ἀδίκων.

Ὁ ἀββᾶς Ζωσιμᾶς τονίζει: «Ἄν κάποιος μᾶς ἀδικήσει ἤ μᾶς λυπήσει ἀπό ἐπήρεια τοῦ σατανᾶ, κατά παραχώρηση Θεοῦ γιά δοκιμασία ἤ διόρθωση κάποιου πάθους μας, νά λυπόμαστε ὄχι γιά τήν ἀδικία πού πάθαμε, ἀλλά ἐπειδή ὁ ἀδελφός ζημίωσε πολύ τόν ἑαυτό του καί ξέπεσε ἀπό τή βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Γι’ αὐτό νά πενθήσουμε θερμά καί νά προσευχηθοῦμε στόν φιλάνθρωπο Θεό, γιά νά συγχωρήσει τό ἁμάρτημά του».

Ὁ εὔσπλαχνος ἄνθρωπος σκέπτεται καί ὑπηρετεῖ πάντα τό καλό τοῦ ἄλλου, τοῦ προσφέρει ὅ,τι πιό θετικό. Ἐμεῖς, δυστυχῶς, ἔχουμε ὡς κέντρο τό «ἐγώ» μας. Θέλουμε νά μᾶς προσέχουν, νά μᾶς ἀγαποῦν, νά μᾶς ἀποδέχονται, δέν θέλουμε νά χάσουμε, νά ἀδικηθοῦμε. Αὐτό πού μᾶς χωρίζει ἀπό τόν εὐαγγελικό λόγο, ἀπό τήν ἁγιότητα, εἶναι τό «ἐγώ» μας. Αὐτό μᾶς καταδυναστεύει, μᾶς μπερδεύει καί προκαλεῖ ταραχή καί ἀδυναμία ἐπικοινωνίας στίς σχέσεις μας.

Ποτέ νά μή σκεφτόμαστε τό κακό, ἀλλά ἀκόμη καί γιά τούς κακούς νά σκεφτόμαστε νά κάνουμε τό καλύτερο δυνατό. Ὅπως λέει ὁ Ἀπόστολος Πέτρος, «τό δέ τέλος πάντες ὁμόφρονες, συμπαθεῖς, φιλάδελφοι, εὔσπλαχνοι, φιλόφρονες, μή ἀποδίδοντες κακόν ἀντί κακοῦ ἤ λοιδορίαν ἀντί λοιδορίας, τοὐναντίον δέ εὐλογοῦντες, εἰδότες ὅτι εἰς τοῦτο ἐκλήθητε ἵνα εὐλογίαν κληρονομήσητε» (Α΄ Πέτρ. 3, 8-9). Αὐτό μᾶς ἐλευθερώνει καί λειτουργεῖ θεραπευτικά ὄχι μόνο στήν ψυχή ἀλλά καί στό σῶμα μας.

Ὅλος μας ὁ ἀγώνας εἶναι νά γκρεμίσουμε τίς ὀχυρώσεις πού ἐξασφαλίζουν τόν ἑαυτό μας καί τόν κάνουν εἴδωλο γιά νά τόν δοξάζουμε, καί νά στραφοῦμε συντετριμμένοι καί διαλυμένοι ἀλλά καί παραδομένοι στό ἔλεος τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ.

Νά πεθάνουμε καί νά ἀναστηθοῦμε. Ἔτσι θά καρποφορήσει ἡ γῆ τῆς ψυχῆς μας. Τότε ἀληθινά θά γευτοῦμε τήν εὐσπλαχνία τοῦ Θεοῦ καί θά μᾶς κάνει κι ἐμᾶς εὔσπλαχνους καί τότε θά καταλάβουμε γιατί ἤρθαμε στόν κόσμο: γιά νά παίρνουμε ἀπό Αὐτόν ἀγάπη καί ζωή καί νά τήν δίνουμε στούς ἄλλους, ἐχθρούς καί φίλους, πιστούς καί ἀπίστους καί ἔτσι θά αὐξάνει.

Ὄμορφα τό περιγράφει ὁ Κόντογλου: «Ὤ, μέ ποιά λόγια νά δοξολογήσουμε τήν εὐσπλαχνία Σου καί τήν ἀνεκλάλητη γλυκύτητα τῆς οἰκονομίας Σου, Κύριε φιλάνθρωπε, πού δέ χωρᾶ μηδέ σταλαγματιά ἀπό τούς οἰκτιρμούς Σου μέσα στή στενή τήν καρδιά μας. Δοξασμένο νά ’ναι τό ἀθάνατο ὄνομά Σου, Χριστέ μας, πού εἶσαι ὁ πατέρας καί ἡ μητέρα τῆς ψυχῆς μας καί πού μονάχα τά δάκρυά μας ἀξίζουμε μπροστά στή φιλανθρωπία Σου. Δέν ἀπέλπισες κανέναν ἁμαρτωλό καί ἄδικο ἄνθρωπο, οὔτε τόν φιλάργυρο οὔτε τήν πόρνη οὔτε τόν εἰδωλολάτρη οὔτε τόν ἀρνητή Σου οὔτε τόν ἄπιστο οὔτε τόν φονιά. Παρά εἶπες πώς σάν μετανιώσουνε, τούς δέχεσαι στήν ἀγκαλιά Σου».

 

 

Subscribe to Email