Μητροπολίτη Ναυπάκτου Ιεροθέου

Ὁ κορωνοϊός ἔδειξε ἕνα μεγάλο θέμα πού ἀπασχολεῖ τούς ἀνθρώπους, πού εἶναι ὁ θάνατος καί ὁ φόβος τοῦ θανάτου. Βέβαια, εἴμαστε φθαρτοί καί θνητοί καί ὅλοι θά φύγουμε ἀπό τόν κόσμο αὐτόν. Ὁ θάνατος εἶναι ἡ πιό βέβαιη πραγματικότητα.

Ὅμως, ὁ κορωνοϊός ἔδειξε καί ἕνα ἄλλο συγκλονιστικό γεγονός, ὅτι ὅταν νοσηλεύεται ὁ ἄνθρωπος στίς Μονάδες Ἐντατικῆς Θεραπείας εἶναι σχεδόν μόνος, περνᾶ πολλές ὧρες σέ «μοναξιά», καί μετά τόν θάνατό του πάλι εἶναι ἀποκλεισμένος ἀπό τούς ἀνθρώπους καί κηδεύεται σέ κλεισμένο φέρετρο.

Μέ τήν ἐγχείρηση τοῦ Γέροντά μου ἁγίου Καλλινίκου ἔζησα αὐτό τό γεγονός στό Λονδίνο, νά βρίσκομαι ἔξω ἀπό τήν Μονάδα Ἐντατικῆς Θεραπείας ὅλη τήν ἡμέρα, νά μή μπορῶ νά εἶμαι κοντά του καί ἐκεῖνος νά εἶναι μέσα σέ αὐτήν μόνος του καί νά παλεύη μέ τόν θάνατο.

Ὁ Κώστας Γεωργουσόπουλος σέ κείμενό του ἀναφέρεται στό δύσκολο γεγονός «νά πεθαίνει κανείς χωρίς ἕνα ἀγαπημένο χέρι νά τόν κρατᾶ τήν ὥρα τῆς ἀποδημίας». Στήν συνέχεια περιγράφει ὡς καλός φιλόλογος καί λογοτέχνης τήν κατάσταση αὐτή:

«Ἔζησα σέ ἐπαρχία παιδί καί θυμᾶμαι τίς τελευταῖες ὧρες τῆς γιαγιᾶς μέ ὅλο τό σόι στό χαγιάτι. Ἕνας-ἕνας, τέκνα, νύφες, γαμπροί, ἐγγόνια σιωπηλά ἔμπαιναν στό δωμάτιο πού χαροπάλευε ἡ μητέρα, ἡ πεθερά, ἡ γιαγιά, ἀκόμη καί ἡ κουμπάρα, γιά νά σφίξουν τό χέρι, νά ἀποχαιρετήσουν καί νά πάρουν μιάν εὐχή. Τώρα, μέσα στήν πάνοπλη ἀπό μηχανήματα αἴθουσα τοῦ νοσοκομείου, οἱ ἄνθρωποι πεθαίνουν μόνοι. Δέν μποροῦν, ἄν πιστεύουν, νά μεταλάβουν, νά ζητήσουν συγχώρεση. Δέν μποροῦν νά ἀποχαιρετήσουν παιδιά καί ἐγγόνια, νά ζητήσουν συγγνώμη, νά συμφιλιωθοῦν μέ ἀνθρώπους πού πίκραναν ἤ τούς πίκραναν. Δέν μποροῦν νά δοῦν τά δακρυσμένα μάτια τῶν δικῶν τους πού βουβά ὑπόσχονται νά τούς θυμοῦνται. Ὁ μαθητής δέν μπορεῖ νά ἀποχαιρετήσει τόν ἀγαπημένο δάσκαλο, τό ἀφεντικό τόν πιστό ὑπάλληλο ἤ ἐργάτη, ὁ ἐργάτης τό γενναιόδωρο ἀφεντικό, ὁ μάστορας τό μαστορόπουλο καί τό μαστορόπουλο τόν μάστορα. Εἶναι ἀπό παλιά εἰπωμένο πώς ὅλοι μας πεθαίνουμε μόνοι, παρόλ’ αὐτά εἶναι μιά παρηγοριά νά φεύγεις, ἀποχαιρετώντας ἀγαπημένα πρόσωπα καί νά σχωρᾶς τούς ἐχθρούς σου» (Τά Νέα, 15-12-2020).

Γενικά ὁ ἄνθρωπος φεύγει ἀπό τόν κόσμο αὐτόν «μόνος» του. Δέν μπορεῖ κανείς νά τόν βοηθήση, νά τόν συνοδεύση, νά τοῦ συμπαρασταθῆ. Πολλοί παρευρίσκονται στήν κηδεία τοῦ ἀγαπητοῦ τους ἀνθρώπου, λίγοι πηγαίνουν μέχρι τόν τάφο, ἀλλά ὁ ἄνθρωπος μόνος του παρουσιάζεται στόν Χριστό γιά κρίση, ἀφοῦ «ἀπόκειται τοῖς ἀνθρώποις ἅπαξ ἀποθανεῖν, μετά δέ τοῦτο κρίσις» (Ἑβρ. θ΄, 27).

Μόνον οἱ πράξεις τοῦ ἀνθρώπου, ἀγαθές καί κακές, καί ἡ συνείδησή του, καλή ἤ κακή, θά τόν συνοδεύσουν στό «μεγάλο ταξίδι».

Λίγοι ἄνθρωποι καί λίγες φορές σκέφτονται τόν θάνατο καί ἔχουν τήν μνήμη τοῦ θανάτου, πού εἶναι ἡ πραγματική φιλοσοφία, ἡ ὁποία ἀκόμη καί κατά τόν φιλόσοφο Πλάτωνα εἶναι «μελέτη θανάτου». Οἱ δέ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἔχουν γράψει πολλά γιά τήν μνήμη τοῦ θανάτου.

Ζοῦμε σέ μιά ἐποχή στήν ὁποία ἐπικρατεῖ ἡ ψευδαίσθηση «τῆς ἐπί γῆς ἀθανασίας», καί λησμονεῖται ἡ «μεγάλη μοναξιά» κατά τήν ὥρα τοῦ θανάτου. Ὅποιος, ὅμως, ἔχει στενή σχέση μέ τόν Χριστό, τήν Παναγία, τούς ἁγίους, τούς ἀγγέλους, βιώνει τήν «μεγάλη παρηγοριά», τήν «μεγάλη σύναξη», ἀλλά καί τήν «μεγάλη συνάντηση» μέ τήν οὐράνια Ἐκκλησία, τήν εἴσοδό του στήν οὐράνια θεία Λειτουργία.

 

Subscribe to Email