Γιώργου Κυπριανοῦ

Ἦταν δειλινό, χωρίς φῶς, σκοτεινά. Εἰσήλθαμε στό κατεχόμενο χωριό. Ὁδηγήσαμε τίς ρόδες πρός τήν ἐκκλησία, τήν περιβόητη γιά τήν ἐντυπωσιακή της ἀρχιτεκτονική. Τώρα τζαμί. Εἴδαμε φῶς. Ἕνα ἀμυδρό ἄσπρο φῶς νά σχηματίζει ἔντονα τά σταυροειδῆ καί περίτεχνα παράθυρα. Κάποιος ἦταν μέσα. Ἡ μικρή πόρτα τοῦ Ἱεροῦ ἀνοιχτή. Πλησιάσαμε καί εἴδαμε τήν ἔνδειξη νά βγάλουμε τά «σανδάλιά» μας. Ἀκούσαμε ἕνα χαμηλόφωνο καί βαρύτονο ἰσλαμικό ἄσμα. Σεβαστήκαμε τή στιγμή.

Ὁ ἕνας ἀπό μᾶς τόλμησε καί εἰσῆλθε. Τολμήσαμε καί οἱ ὑπόλοιποι. Βρεθήκαμε ἐνώπιον μίας προσευχητικῆς μαρτυρίας ἑνός ντόπιου μουσουλμάνου. Μόνος του μέ τό φῶς, σιγομουρμούριζε, σιγοαπάγγελλε, ἤρεμα καί ἀτάραχα, γονυκλινής κατά τό ἰσλαμικό τυπικό. Καί μεῖς τό ἴδιο ἀθόρυβα περιεργαζόμασταν τόν χῶρο. Λίγο προσκυνηματικά, λίγο τουριστικά, λίγο κατανυκτικά, λίγο πρόχειρα καί βιαστικά, λίγο πονεμένα, λίγο προσφυγικά…

Ὁ προσευχόμενος κάποια στιγμή ἀνασηκώθηκε, δίπλωσε τό «ἐπεύχιό» του καί μέ ἀργά βήματά μᾶς πλησίασε. Ἐγκάρδιος, ζεστός, χαμογελαστός, μᾶς ἔτεινε τήν χείρα. Λιγοστά τά ἀγγλικά του, ἀλλά πλούσιο τό βλέμμα του. Ἐνέπνεε τῷ ὄντι προσευχή. Ἡ ὅλη του στάση καί συμπεριφορά ἦταν μία μαρτυρία τῆς προηγηθείσας προσευχητικῆς του κατάστασης. Ἔστω ἀλλόθρησκος, ἔστω μουσουλμάνος, ἔστω ἀλλότριος ἱκέτης… ἔστω χωρίς τά ἀνούσια, τυπικά «ἐπαναπροσεγγιστικά» σχόλια ἄλλων συναντήσεων. Δέν εἴπαμε τίποτα. Ἁπλά μᾶς κοιτοῦσε μέ ἕνα καθάριο, ἀγαπητικό σχεδόν βλέμμα. Ὡραῖος μουσουλμάνος. Κι ἄς ταυτίσαμε τόν ὄρο μέ σφαγές καί βεβηλώσεις.

Ἀποχαιρετίσαμε μέ τόν ἴδιο τρόπο. Μᾶς συνόδευσε στήν πόρτα τοῦ ἱεροῦ. Τοῦ δικοῦ μας ἱεροῦ, τοῦ δικοῦ του τζαμί. Μᾶς περίμενε νά δέσουμε τά «σανδάλιά» μας. Τό φῶς ἀπό πίσω του ἔκανε σκιά πάνω μας. Μόλις τό ἀντιλήφθηκε ντροπαλά ὑποχώρησε γιά νά μᾶς διευκολύνει. Λεπτότητα καί διάκριση. Γελάσαμε μαζί. Μπήκαμε στό αὐτοκίνητο. Αὐτός ἔκλεισε τό φῶς καί τήν πόρτα τοῦ ἱεροῦ μας, τοῦ τζαμί του. Τόν εἴδαμε νά περπατᾶ καί νά χάνεται μέσα στά σοκάκια τῆς ἔνδοξης πάλαι ποτέ χριστιανικῆς κωμόπολης. Μέ ἕνα σταθερό βηματισμό, ἕνα εὐθυτενές ἀνάστημα, ὡσάν νά μεταφερόταν καί ὄχι νά κουβαλοῦσε τήν βαρύτητά του.

Δέν θέλω νά συγκρίνω. Δέν θέλω νά κρίνω. Δέν θέλω κἄν νά καταγγείλω τήν βεβήλωση τοῦ ναοῦ. Ὁ πόνος καί ὁ καημός εἶναι δεδομένα. Τόν ἑαυτό μου εἶδα μέσα στό ναό. Εἶδα καί τόν Θεό ἀλλά ὄχι μέσα ἀπό τά μάτια τά δικά μου….

Subscribe to Email