Γιώργου Κυπριανοῦ

Ἡ πλέον κοινή ὁμολογία ὅλων τῶν ἀνθρώπων, ὅλης τῆς γῆς καί ὅλων τῶν ἐποχῶν εἶναι ἡ παρουσία τοῦ πόνου στή ζωή μας. Ἐνῶ ὁ ἄνθρωπος εἶναι φτιαγμένος γιά τήν εὐτυχία, τή χαρά, τήν εὐεξία, τή δημιουργικότητα, τήν κοινωνικότητα, τήν ἐπικοινωνία καί γενικά τό χαμόγελο καί τό φῶς, ἀποδεικνύεται ὅτι ἡ ζωή του ἐν πολλοῖς χαρακτηρίζεται καί δαπανᾶται στή διαχείριση τοῦ πόνου, τῶν δύσκολων καταστάσεων καί θλιβερῶν γεγονότων, μία σκιά τήν σκεπάζει καί ἕνα πέπλο τήν κρατᾶ καθηλωμένη. Ἀκόμα καί ἡ σοφία τῆς Ἁγίας Γραφῆς τό ὁμολογεῖ «αἱ ἡμέραι τῶν ἐτῶν ἡμῶν ἐν αὐτοῖς ἑβδομήκοντα ἔτη, ἐάν δέ ἐν δυναστείαις, ὀγδοήκοντα ἔτη, καί τό πλεῖον αὐτῶν κόπος καί πόνος» (Ψαλμ. 89). Οἱ χαρούμενες στιγμές εἶναι μετρημένες, ἔστω κι ἄν εἶναι ὄντως ἱκανές νά κρατήσουν ἔντονη τήν ἐπιθυμία γιά συνέχιση τῆς ζωῆς.

Καί τό ἐρώτημα προβάλλει ἀδήριτα καί ἀμείλικτα. Γιατί; Γιατί ὁ πόνος τῆς οἰκουμένης. Ἄς ἑστιάσουμε στό Χριστό. Εἶναι ὁ Θεός ἐπί τῆς γῆς. Ζεῖ καί πορεύεται σ’ αὐτή τή ζωή ἀπό τήν ἀρχή τῆς ἐπίγειας παρουσίας του ἐν πόνῳ. Διωγμένος, προσβεβλημένος, προδομένος, ἐμπαιγμένος, μαρτυρούμενος, βασανισμένος, ἐσταυρωμένος. Μήπως μέ αὐτή τή βιωτή του θέλει ὁ Κύριος νά μᾶς στείλει ἕνα μήνυμα; Εἰδικά ἄν ἀναλογιστοῦμε ὅτι «διῆλθε εὐεργετῶν και ἰώμενος», θεραπεύοντας καί ἀνασταίνοντας. Πού σημαίνει ὅτι, ὅταν θέλει ὁ Θεός αἴρει τόν πόνο καί τή δυσκολία. Πού σημαίνει ὅτι, ὅταν δέν τό κάνει, δέν εἶναι ἐπειδή δέν μπορεῖ, ἀλλά ἐπειδή δέν εἶναι στό σχέδιο καί θέλημά Του. Καί τό μοναδικό καί τέλειο θέλημα τοῦ Θεοῦ, δέν εἶναι ἡ ἴαση ἤ ἡ λύση τῶν προβλημάτων καί τῶν δυσκολιῶν, ἀλλά ἡ σωτηρία τῆς ψυχῆς μας, ἡ αἰώνιά μας πορεία, ἡ ἀπόκτηση τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ.

Πέρα ἀπό τά πιό πάνω, περισσότερο ἀπό κάθε στιγμή καί πτυχή τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ ἕνα εἶναι τό γεγονός, τό ὁποῖο δίνει ἀπάντηση καί διέξοδο στό ἐρώτημα τοῦ οἰκουμενικοῦ πόνου. Καί δέν εἶναι τά Πάθη καί ὁ Σταυρός, τά ὁποῖα  ἑκούσια ὑπέμεινε. Δέν εἶναι οὔτε αὐτή ἡ ἴδια ἡ Γέννησή Του, ἡ ὁποία εἶναι μήνυμα καί μάθημα ταπείνωσης καί ἐλευθερίας. Οὔτε ἀκόμα καί ἡ ζωή τῆς Θεομήτορος, τῆς ὁποίας μπορεῖ τήν καρδία νά διεπέρασε ρομφαία, εἶχε ὅμως στέρεο καί ἀκλόνητο τό βλέμμα καί τήν προσοχή της στήν Ἀνάσταση. Τήν ἀπάντηση τή δίνει μία καί μόνο στιγμή, μία ἐλάχιστη ἀναφορά σέ ὅλες τίς γραμμές καί λέξεις τῆς Ἁγίας Γραφῆς. «Ἐδάκρυσεν ὁ Ἰησούς». Ἦταν λίγες στιγμές  πρίν ἀναστήσει τό Λάζαρο, ὅταν ἡ Μαρία, ἡ ἀδελφή του, προσέγγισε τόν Κύριο μέσα σέ λυγμούς καί παρακάλια. Καί ὁ Χριστός ταράχτηκε, συγκινήθηκε καί ἀπό τά μάτια του κύλησαν τά δάκρυα τῆς συμπόνιας τῆς Μαρίας καί ὅλης τῆς οἰκουμένης. Στή συνέχεια καταργεῖ τό θάνατο. Ὡστόσο, πονεῖ καί ὁ ἴδιος γιά τόν κόσμο τοῦ θανάτου, τόν κόσμο τῆς φθορᾶς καί τῆς ἁμαρτίας. Ἔτσι, ὁ Θεός τῆς χριστιανοσύνης εἶναι Θεός δακρύων, ἔντονης συμμετοχῆς στόν πόνο τοῦ ἄλλου, μέ ἔντονη τήν ἐλπίδα τῆς Ἀνάστασης. Ἄς ἀποτελέσει, λοιπόν,  τό σημεῖο αὐτό τήν ἀπάντηση στό αἰώνιο κραυγαλέο καί ἀδήριτο γιατί ὅλων τῶν πονεμένων. Τό δάκρυ τοῦ Θεανθρώπου τῆς Ἀνάστασης. 

 

 

Subscribe to Email