π. Ἀλέξανδρου Schmemann

Τό θαῦμα εἶναι κάτι πού λαμβάνει χώρα πέρα ἀπό τά ὅρια τῶν γνωστῶν νόμων τῆς φύσεως, κάτι πού τό αἰσθανόμαστε περισσότερο ὡς “ὑπερφυσικό” παρά ὡς “φυσικό”. Ἄν ὁ Θεός εἶναι Θεός τότε εἶναι σαφές πώς βρίσκεται πέρ’ ἀπ’ ὅλους τούς  “νόμους τῆς φύσεως”, εἶναι παντοδύναμος, πανσθενής καί ἀπόλυτα ἐλεύθερος νά ἐνεργεῖ ὅπως Αὐτός θέλει. Κι ἐνῶ ὅλα αὐτά ἀληθεύουν – ἡ πίστη πού ἀρνεῖται τό θαῦμα καί ὑποτάσσει τόν Θεό στούς φυσικούς νόμους, δέν εἶναι πλέον πίστη -, δέν σημαίνει πώς ἀπαγορεύεται στούς πιστούς Χριστιανούς νά ἐρωτοῦν τόν ἑαυτό τους καί τήν πίστη μας γιά τό νόημα τῶν θαυμάτων.

Ὑπάρχει μία διακεκριμένη Χριστιανική ἀντίληψη σχετικά μέ τό θαῦμα, πού προέρχεται ἀπό τά Εὐαγγέλια καί τόν ἴδιο τόν Χριστό, ἡ ὁποία ὅμως χρειάζεται ἰδιαίτερη προσοχή, ἄν πρόκειται νά κατανοηθεῖ σωστά. Κατ’ ἀρχάς, ἡ εἰκόνα πού ἔχουμε ἀπό τά Εὐαγγέλια γιά τόν Χριστό ἀποκλείει τήν ἄποψη πώς τά θαύματα εἶναι “ἀποδείξεις”, πώς ἀποτελοῦν ἀντικειμενικά ἐργαλεῖα πού ὑποχρεώνουν κάποιον νά πιστέψει. Ἄν ὄντως κάτι δεσπόζει στή μοναδική εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, εἶναι ἡ ἄκρα Ταπείνωσή Του καί τό ὅτι δέν ἔχει καμία ἀπολύτως ἐπιθυμία ν’ “ἀποδείξει” τή θεότητά Του χρησιμοποιώντας θαύματα.

 Ὁ ἀπ. Παῦλος γράφει κάποια πολύ σημαντικά πράγματα σχετικά μέ τήν ταπείνωση τοῦ Χριστοῦ: “ὅς ἐν μορφῇ Θεοῦ ὑπάρχων…” ἀλλ’ ἑαυτόν ἐκένωσεν μορφήν δούλου λαβών,… ἐταπείνωσεν ἑαυτόν γενόμενος ὑπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δέ σταυροῦ… (Φιλιπ. 2, 6-8). Ποτέ δέν χρησιμοποίησε τή θαυμαστή γέννησή Του ὡς “ἀπόδειξη” κι οὔτε μία φορά δέν τήν ἀναφέρει ὁ ἴδιος στό εὐαγγέλιο. Ὅταν δέ κρεμόταν στόν Σταυρό, ἐγκαταλελειμμένος ἀπό τούς πάντες καί ὄντας σέ τρομακτική ἀγωνία, οἱ κατήγοροί Του τόν χλεύαζαν, ζητώντας ἀπ’ Αὐτόν ἀκριβῶς ἕνα θαῦμα: “…καταβάτω νῦν ἀπό τοῦ σταυροῦ, ἵνα ἴδωμεν καί πιστεύσωμεν” (Μάρκ. 15,32). Ἀλλά δέν κατέβηκε καί αὐτοί δέν πίστεψαν. Ἄλλοι, ὡστόσο, πίστεψαν ἀκριβῶς ἀπό τό γεγονός πώς ὁ Χριστός δέν κατέβηκε ἀπό τόν Σταυρό, ἐπειδή μπόρεσαν νά νιώσουν ὅλη τη θεότητα, τό ἀπεριόριστο ὕψος αὐτῆς τῆς ταπεινώσεως, αὐτῆς τῆς ὁλοκληρωτικῆς συγγνώμης ν’ ἀκτινοβολεῖ ἀπό τόν Σταυρό: “Πάτερ, ἄφες αὐτοῖς· οὐ γάρ οἴδασι τί ποιοῦσιν” (Λουκ. 23,34).

Γι’ ἄλλη μία φορά, τά Εὐαγγέλια καί ἡ γνήσια Χριστιανική πίστη δέ θεωροῦν τά θαύματα ὡς ἀποδείξεις πού ἐπιβάλλουν τήν πίστη, ἀφοῦ αὐτό θά στεροῦσε ἀπό τόν ἄνθρωπο ὅ,τι ὁ Χριστιανισμός θεωρεῖ ὡς τό πολυτιμότερο ἀγαθό, τήν ἐλευθερία. Ὁ Χριστός θέλει τούς ἀνθρώπους νά τόν πιστεύουν ἑκούσια, δίχως τόν ἐξαναγκασμό τοῦ θαύματος. Ὁ Χριστός ὅμως ἐπιτέλεσε θαύματα: τό Εὐαγγέλιο εἶναι γεμάτο ἀπό ἱστορίες γιά θεραπεῖες ἀρρώστων, γιά ἀναστάσεις νεκρῶν, καί οὕτω καθεξῆς.

Μποροῦμε λοιπόν νά ἐρωτήσουμε ποιό εἶναι τό νόημα αὐτῶν τῶν θαυμάτων, πού ἔτσι κι ἀλλιῶς ὁ Χριστός ἐπέλεξε ν’ ἀποκαλύψει στόν κόσμο; Ἄν, σύμφωνα μέ τό Εὐαγγέλιο, δέν ἐπιτελοῦσε θαύματα ἐκεῖ ὅπου οἱ ἄνθρωποι δέν Τόν πίστευαν, ἄν ἐπέπληττε τούς ἀνθρώπους πού ἀναζητοῦσαν καί προσδοκοῦσαν θαύματα ἀπ’ Αὐτόν, τότε γιατί τά ἔκανε;

Κατ’ ἀρχάς, ὅλα τά θαύματα πού γνωρίζουμε ἀπό τό Εὐαγγέλιο, προκλήθηκαν ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. “Ἐσπλαχνίσθη περί αὐτῶν…”, μᾶς λέει ὁ εὐαγγελιστής (Ματθ. 9,36). Σπλαχνίστηκε τούς γονεῖς, τῶν ὁποίων ἡ νεαρή θυγατέρα εἶχε μόλις πεθάνει, τή χήρα πού εἶχε χάσει τό μονάκριβο παιδί της, αὐτούς πού διασκέδαζαν καί χαίρονταν στό γάμο καί δέν εἶχαν ἀρκετό κρασί, τόν τυφλό, τόν παράλυτο, αὐτούς πού ὑπέφεραν. Αὐτό σημαίνει πώς πηγή τῶν θαυμάτων εἶναι ὁπωσδήποτε ἡ ἀγάπη. Τά θαύματα ὁ Χριστός δέν τά ἔκανε γιά τόν ἑαυτό Του – γιά νά δοξαστεῖ, γιά ν’ ἀποκαλύψει τή θεότητά Του ἤ γιά νά τήν ἀποδείξει στούς ἀνθρώπους – ἀλλά μόνο ἀπό ἀγάπη. Κι ἐπειδή ἀγαπᾶ, δέν ἀντέχει νά βλέπει τόν ἄνθρωπο φυλακισμένο ἀπό τό κακό νά ὑποφέρει χωρίς ἐλπίδα.

 

 

Subscribe to Email