Θεοφιλεστάτου Ηγουμένου Ι. Μ. Μαχαιρά, Επισκόπου Λήδρας Επιφανίου

Εἰσερχόμενοι εἰς τὴν εὐλογημένην περίοδον τῆς ἁγίας τεσσαρακοστῆς τῶν Χριστουγέννων ἀναθάλλουμε ἐκ τῆς νηστείας, ἀναπτερωνόμαστε ἐκ τῆς ἑορτῆς ποὺ μᾶς προβάλλει καὶ χαροποιούμαστε ἐκ τοῦ πρωταγωνιστοῦ τῆς πανηγύρεως. Ἀναθάλλουμε ἐκ τῆς νηστείας διὰ τῶν πλουσίων ἐδεσμάτων τὰ ὁποῖα παρατίθενται, μὲ ἐπικεφαλῆς τὸ ψάρι. Ἀναπτερωνόμαστε ἐκ τῆς ἑορτῆς τῶν Εἰσοδίων τῆς Θεομήτορος ποὺ προβάλλει, καὶ διὰ τὸ πανηγυρικὸν τῆς ἑορτῆς προγράμματα καταρτίζονται, ἐργασίες ὀργανώνονται καὶ διεξάγονται, προκειμένου νὰ λαμπρυνθεῖ ἡ ἑορτή. Πέραν ὅμως τῶν ἀνωτέρω, τὸ μεγαλύτερο, τὸ κυριότερο, τὸ χαροποιότερο, κυρίως δὲ τὸ πλέον χαριέστατον, εἶναι ὁ πρωταγωνιστὴς τῆς πανηγύρεως, ἡ τῆς καρδίας μας γλυκεῖα ἀγάπη, ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος.

Καρπὸς ἁγίων γονέων ἐν τῷ γήρατί τους, ἀφιέρωσαν τὸν καρπὸν αὐτὸν τῆς ἀγάπης τους στὸν Κύριον Σαβαὼθ ὅταν ἡ ἁγία τους κόρη ἀπεγαλακτίσθη, διάγοντας τὸ τρίτον ἔτος τῆς ἡλικίας της. Μέχρι τῆς ἡμέρας ἐκείνης οἱ γονεῖς τῆς Μαριάμ, μετὰ πολλῆς σπουδῆς καὶ ἐπιμελείας, παιδαγωγοῦσαν τὴν κόρην ὥστε μὲ τὴν αὔξησιν τοῦ σώματος, νὰ αὐξάνει μέσα στὴν καρδίαν της ὁ πόθος, ἡ ἀγάπη, ὁ ἔρωτας τοῦ Θεοῦ.

Φθάνοντας ἡ εὐλογημένη ἐκείνη ἡμέρα, παρέλαβαν τὴν ἁγίαν παρθένον θυγατέρα τους καὶ κατευθύνθηκαν πρὸς τὸν ναὸν τοῦ Σολομῶντος. Εἰσερχόμενοι μέσα στὸν ναὸν τοὺς πλησίασε ὁ χορὸς τῶν παρθένων νεανίδων, ἀφιερωμένων καὶ αὐτῶν στὸν ναὸν ἐκ τῶν γονέων τους, γιὰ νὰ παραλάβουν τὴν ἁγίαν κόρην καὶ νὰ τὴν προσαγάγουν εἰς τὸν ἀρχιερέα ὁ ὁποῖος ἦταν ὁ Ζαχαρίας, ὁ γενέτης τοῦ Προδρόμου.

Τότε ἡ ἁγία Ἄννα, ἡ ὁποία κρατοῦσε τὴν Μαριὰμ στὴν ἀγκαλιά της, τὴν ἐναπέθεσε στὸ ἔδαφος. Ἦταν ἡ πρώτη φορὰ ποὺ περπατοῦσε πάνω στὴν γῆ ἀφότου εἰσῆλθε στὸν κόσμον τοῦτον, καθότι οἱ δίκαιοι γονεῖς της ἀπὸ εὐλάβεια δὲν τὴν ἄφησαν νὰ κάμει προηγουμένως ἄλλα βήματα, οὕτως ὥστε ἡ ἀφιέρωσή της εἰς τὸν Θεὸν νὰ γίνει καθ᾽ ὁλοκληρίαν, ψυχῇ τε καὶ σώματι.

Μόλις ἡ Μαριὰμ πάτησε πάνω στὴν γῆ, τῆς εἶπε ἡ ἁγία Ἄννα, καθὼς πολὺ ὡραῖα τὸ καταθέτει ὁ ὑμνογράφος: «Ἄπιθι, τέκνον, τῷ δοτῆρι γενήθητι καὶ ἀνάθημα καὶ εὐῶδες θυμίαμα. Εἴσελθε εἰς τὰ ἄδυτα, καὶ γνῶθι μυστήρια, καὶ ἑτοιμάζου γενέσθαι τοῦ Ἰησοῦ οἰκητήριον τερπνὸν καὶ ὡραῖον» (β΄ τροπάριον Ἀποστίχων τῆς ἑορτῆς τῶν Εἰσοδίων).

Ἡ ἁγία κόρη, περιχαρὴς καὶ χαριτωμένη, ἄρχισε νὰ περπατᾶ, καὶ τόση ἦταν ἡ ἀγαλλίασις τῆς καρδίας της, ποὺ ἐτάχυνε τὸ βῆμα της καὶ προπορεύτηκε τῶν ἄλλων παρθένων νεανίδων κατευθυνόμενη πρὸς τὸν ἀρχιερέα, γιὰ νὰ παραδώσει τὸν ἑαυτόν της στὸν Θεὸν καὶ νὰ γίνει ἔτσι τὸ σκεῦος τῆς ἐκλογῆς γιὰ τὴν σωτηρίαν τοῦ κόσμου.

Γι᾽ αὐτὸν τὸν λόγον κι ἐμεῖς, ἔστω καὶ ἂν εἴμαστε ἀδύνατοι κατὰ τὴν διάνοιαν, μικροὶ κατὰ τὴν δύναμιν καὶ ἀσθενεῖς κατὰ τὸν λόγον, τολμῶμεν μετὰ παρρησίας ὡς τέκνα ἀνάξια μητρὸς Βασιλίσσης καὶ Θεοτόκου, νὰ ἐκφέρωμεν τὰ παιδικά μας ψελλίσματα ὡς δῶρα καὶ προσφορὰν τοῦ μέτρου τῆς ἀδυναμίας μας, εὐελπιστοῦντες εἰς τὴν ἀγάπην τῆς Θεοτόκου Μητρός, καὶ ἱστάμενοι πρὸ τῆς ἁγίας καὶ ἱερᾶς Εἰκόνος αὐτῆς νὰ ἀναφωνήσωμεν:

Σὺ τῶν Προφητῶν τὸ κήρυγμα, Ἀποστόλων δόξα, Μαρτύρων καύχημα καὶ Ὁσίων σκέπη καὶ ἀγλάισμα, καὶ πάντων τῶν γηγενῶν ἡ ἀνακαίνισις, Παρθένε Μήτηρ Θεοῦ· διὰ γὰρ σοῦ τῷ Θεῷ κατηλλάγημεν. Διὸ τιμῶμεν τὴν σήν, ἐν τῷ ναῷ τοῦ Κυρίου προέλευσιν, καὶ σὺν τῷ Ἀγγέλῳ πάντες, ψαλμικῶς τὸ Χαῖρέ σοι, τῇ πανσέμνῳ βοῶμεν, τῇ πρεσβείᾳ σου σῳζόμενοι.

Subscribe to Email