π. Κωνσταντίνου Καλλιανοῦ

Μπορεῖ νὰ ζοῦμε σὲ χρόνια κρίσιμα καὶ ἄγονα, ὅπου πολλοὶ «σκέπτονται συκοφαντῆσαι Χριστοῦ τὴν Ἀνάστασιν», ὅμως κι ἐφέτος μᾶς δόθηκε τὸ μέγα προνόμιο νὰ  ἑορτάσουμε «Πάσχα Θεοῦ τὸ σωτήριον». Νὰ τὸ ἑορτάσουμε,  μὲ πυξίδα ἀλάνθαστη τὴ χαρμολύπη, ποὺ μᾶς πρόσφερε ἡ Μ. Σαρακοστή, αὐτὸ τὸ μέγιστο δῶρο τῆς Ἐκκλησίας, ὥστε νὰ νοιώσουμε ὅτι ἦλθε ἐπιτέλους τὸ «Πάσχα λύτρον λύπης».   Γιατὶ μέσα στὸ ἀφιλόξενο κλίμα τῶν ἡμερῶν ποὺ ζουμε,  εἶναι ὄντως μέγα ἄθλημα νὰ  διαπλέεις τὸ μέγα τῆς θείας Νηστείας πέλαγος, τῆς Μεγαλης παναπεῖ Σαρακοστῆς,  καὶ νὰ γεύεσαι τὴ χαρά, μὲ τὴν ὁποία πεπλήρωνται «οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ καὶ τὰ καταχθόνια», σύμπας, δηλαδή, ὁ Κόσμος. Κι ἐσὺ μαζί του. Κι αὐτό, ἐπειδὴ  αὐτὴ ἡ χαρὰ δὲν εἶναι μιὰ προσφορὰ τῶν γηίνων, ἐφήμερων, ἀπολάυσεων ποὺ δέχεται ὁ ἄνθρωπος, ἀλλὰ ἡ ὄντως χαρὰ τῆς Ἐκκλησίας, ὅτι «Ἀνέστη Χριστὸς καὶ ζωὴ πολιτεύεται. Ἔτσι τὸ «Πάσχα Θεοῦ τὸ σωτήριον» εἶναι ἐκεῖνο ποὺ μᾶς χαρίζεται ἀπόψε, δώρημα μέγιστον, ὥστε νὰ καταλύσει τὰ ὅσα σκοτάδια πέρισεψαν μέσα μας καὶ μὲ τὸ Ἀναστάσιμο φῶς νὰ τὰ φωτίσει καὶ νὰ τὰ καταυγάσει.

Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἡ θριαμβευτικὴ κλήση τῆς Ἐκκλησίας πρὸς ὅλους μας εἶναι: «Ἐξέλθετε οἱ πιστοὶ εἰς τὴν Ἀνάστασιν». Παρατήστε, δηλαδή, ὅλα ὅσα σᾶς πιέζουν, ἐνοχλοῦν καὶ σᾶς κλείνουν στὸ σκοτεινὸ θάλαμο τῆς ἀπελπισίας καὶ βγεῖτε. Βγεῖτε   σ’αὐτὸ τὸ μυρωμένο ἀπὸ τὶς εὐωδιὲς τῆς ἄνοιξης Ἀναστάσιμο πανηγύρι, βγεῖτε στὶς ὅλοφωτες πλατεῖες τῶν ναῶν, ποὺ ἀπόψε λαμπροφοροῦν. Ἀπόψε, ποὺ τὰ «πάντα πεπλήρωται φωτός», ἀπόψε, ποὺ «ἑορταζέτω κόσμος, ὁρατὸς ἅπας καὶ ἀόρατος».  Βγεῖτε, κρατώντας τὴ λαμπάδα σας ἀναμμένη, νὰ ζήσετε, αὐτὴν τὴν σωτήριο νύχτα, ὥστε, ἀφοῦ «Ἀνάστασιν Χριστοῦ θεασάμενοι», νὰ εὐφρανθεῖτε. «Πλούσιοι καὶ πένητες, ἐγκρατεῖς καὶ ράθυμοι», ὅλοι ἐσεῖς ποὺ ἀναζητᾶτε τὴν ἀπαρχὴν ἄλλης βιοτῆς, ὅπου κυριαρχεῖ ἡ αἰσιοδοξία καὶ ἡ ἐμπιστοσύνη, ἀφοῦ ὁ ψυχισμός μας εἶναι συντονισμένος πλήρως μὲ τὸν λόγο τοῦ Ἀπ. Πέτρου, ποὺ ἀπευθυνόταν στὸν Κύριο καὶ τόνιζει ἐμφατικά: « Κύριε, πρὸς τινα ἀπελευσόμεθα; ρήματα γὰρ ζωῆς αἰωνίου ἔχεις»( Ἰω. 6, 67)  Ὄντως, ποῦ πορευθῶ; Κι αὐτὸ εὔκολα συνεπάγεται ἀπὸ τὴ ζωντανὴ παρουσία μας σ᾿ αὐτὴ τὴν «πανέορτο καὶ σωτήριο νύκτα τῆς λαμπροφόρου ἡμέρας τῆς Ἐγέρσεως” . Καὶ πρέπει νὰ τὸ παραδεχτοῦμε:  Τυχαῖα δὲν ἤλθαμε ἀπόψε στὴν Ἀνάσταση-ἔστω κι ἄν ἔχουμε προγραμματίσει νὰ μείνουμε μέχρι τὸν ἀσπασμό. Ὡστόσο ἤλθαμε Κι ἤλθαμε,   ἐπειδὴ τὸ εἴχαμε  ἀνάγκη....Ναί, εἴχαμε ἀνάγκη νὰ ἀποτοξινώσουμε τὸν ἑαυτό μας ἀπὸ τὰ ποικίλα τῆς καθημερινότητας μικρόβια, ν᾿ ἀκούσουμε χαρμόσυνες καμπάνες, νὰ γευτοῦμε τὴ χαρὰ τοῦ ὕμνου «Χριστὸς Ἀνέστη», καὶ μὲ λίγα λόγια νὰ ζήσουμε «Πάσχα τερπνὸν, ἅγιον, πανσεβάσμιον, Πάσχα τῶν πιστῶν» Καὶ κυρίως νὰ τὸ ζήσουμε μὲ πλησμονὴ χαρᾶς, ὅπως οἱ μαθήτριες τοῦ Κυρίου,  τὶς ὁποῖες ἡ Ἀνάστασις,  «χαρᾶς ἔπλησε». Ἀλήθεια, καὶ ποιὸς δὲ θὰ τὸ ἐπιθυμοῦσε αὐτό; Χριστὸς Ἀνέστη, λοιπόν...

Subscribe to Email