«Ἥλιος φαιδρόν, ἀπαστράπτει μετὰ νύκτα Λόγε, καὶ σὺ δ' ἀναστὰς ἐξαστράψειας, μετὰ θάνατον φαιδρῶς ὡς ἐκ παστοῦ»

π. Κωνσταντίνου Ν. Καλλιανού

Ὅσο κι ἄν ἐπιμένουν ἡ τῆς Μ. Παρασκευῆς κατήφεια  καὶ ἡ «πολλὴ σιγὴ» τοῦ Μ. Σαββάτου, κάποτε φθάνει ἡ περιούσιος ὥρα τῆς ἀποτάξεως κάθε σκιώδους ἀνησυχίας καὶ ἀπελπισμοῦ, ἡ ὥρα τοῦ μεσονυχτίου, τοῦ μεσονυχτίου «τῆς μιᾶς τῶν Σαββάτων» ὅπου καταλύεται κάθε σκότος, ἀπορριπτεται κάθε ἐκδοχὴ ἤ ὑπόθεση ἀνησυχίας, καὶ ἀπαστράπτει τὸ Σύμπαν ὁλόκληρο ἀπὸ  τὶς μαρμαρυγὲς τὶς Ἀναστάσιμες.  Κι εἶναι οἱ στιγμὲς αὐτὲς ἀπὸ τὶς πλέον εὐλογημένες, ποὺ ὁ κάθε πιστὸς διατηρεῖ μέσα του, ὡς ἄλλη ἀντιβίωση στὴν ἐπέλαση τῶν πλέιστων ὅσων μικροβίων σκορποῦν οἱ κάθε εἴδους ἀρνητὲς καὶ συκοφάντες τῆς Ἀνάστάσεως.

Αἰῶνες τώρα ἡ Ἐκκλησία ἔχει ν᾿ ἀντιμετωπίσει ἕνα γεγονός. Τὴν συκοφαντία  τῆς Ἀναστάσεως. « Ἅδης κάτω στενάζει, καὶ Ἰουδαῖοι σκέπτονται συκοφαντῆσαι Χριστοῦ τὴν Ἀνάστασιν» ἀκοῦμε στὸν Ὄρθρο τοῦ Μ. Σαββατου, στὸ γνωστό μας Ἐπιταφιο Θρῆνο. Καὶ τὸ διαπιστώνουμε αὐτό, καθὼς κάθε χρόνο κάποιοι θὰ ἐμφανιστοῦν γιὰ νὰ ἀμφισβητήσουν αὐτὸ ποὺ ἁπλώνει ἐλπίδα στὶς φρυγμένες καὶ ἀνήσυχες ψυχές, ποὺ φωτίζει τὰ σκοτεινὰ πρόσωπα καὶ χαρίζει τὸ χαμόγελο, τὴν εὐλογία καὶ τὴν ἀνέιπωτη χαρά, ποὺ μὲ τίποτε δὲν ἀντικαθίσταται: Τὴ χαρὰ τῆς Ἀναστάσεως.  Κι ἄς ἐπιμένουν οἱ ὅσοι σοφοὶ καὶ ρήτορες νὰ διατυπώνουν μὲ «λογικὰ» ἐπιχειρήματα τὰ ὅποια μυθεύματά τους καὶ τὰ ὅσα ἄτοπα ἐπεξεργάζονται, ὥστε νὰ κλονιστεῖ ἡ πίστη τῶν συνδαιτημόνων ποὺ κυκλώνουν τὴν πνευματικὴ Τράπεζα τῆς Ἐκκλησίας ἀναμένοντας νὰ ἀκούσουν ξανὰ τὸ «Χριστὸς Ἀνέστη» καὶ νὰ συμμετάσχουν στὴ συνέχεια στὸ καινὸ τῆς ἀμπέλου γέννημα.       

Ἄς ἐπιμένουν κι ἄς νοιαζονται νὰ διατηρήσουν τὸ σκοτάδι στὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων. Τίποτε δὲν καταφέρνουν, γιατὶ κάπου ἐκεί σιμά, στὸ μεσονύχτιο τοῦ Μεγάλου Σαββάτου, ἀρχίζει ἡ σύναξη τῶν λαμπαδηφόρων πιστῶν, ποὺ τίποτε ἄλλο δὲν ἀναμένουν παρὰ μονάχα νὰ ξαναζήσουν τὴ μοναδικὴ κι ἀνεπαναλήπτη χαρὰ καὶ εὐφροσύνη ποὺ παρέχει τὸ ἄκουσμα τοῦ Χριστὸς Ἀνέστη.

«Προσέλθωμεν λαμπαδηφόροι, τῷ προϊόντι Χριστῷ ἐκ τοῦ μνήματος, ὡς νυμφίῳ, καὶ συνεορτάσωμεν ταῖς φιλεόρτοις τάξεσι, Πάσχα Θεοῦ τὸ σωτήριον».

Αὐτὴ ἡ προσέλευση, λοιπόν, τῶν λαμπαδηφόρων εἶναι ποὺ καταλύει κάθε συκοφαντία καὶ ὑψώνει  ἕνας τεῖχος ἀσφάλειας καὶ ἀποτροπῆς κάθε κινδύνου στὸ Σῶμα τοῦ Ζῶντος Χριστοῦ, τὴν Ἐκκλησία. Τὴν Ἐκκλησία ποὺ κάθε χρόνο περιμένει τῆς  «δικαιοσύνης [τὸν] ἥλιον, πᾶσι ζωὴν ἀνατέλλοντα». Ὅπως , κάθε χρόνο,  περιμένει καὶ τὸν ὅποιο  ἀρνησίθεο,  ποὺ  ἐπιχειρεῖ μὲ ἔωλα ἐπιχειρήματα νὰ διαβάλλει Ἐκεῖνον ποὺ «τὸν οὐρανὸν κατεστέρωσε, καὶ τὴν γῆν ἐκόσμησε θαυμαστῶς». Τὸν περιμένει νὰ ἀναθεωρήσει τὶς ὅποιες του θέσεις καὶ νὰ προσέλθει στὴν αὐλὴ τῆς Ἐκκλησιᾶς,  μαζὶ μὲ τοὺς ὑπόλοιπους σ᾿ αὐτὴ τὴ  σωτήριο νὺκτα καὶ φωταυγή, «τῆς λαμπροφόρου ἡμέρας, τῆς Ἐγέρσεως, ἡ ὁποία  παραμένει  ἡ προάγγελος, ἐν ᾗ τὸ ἄχρονον φῶς, ἐκ τάφου σωματικῶς πᾶσιν ἐπέλαμψεν». Γιατὶ αὐτὸ τὸ φῶς ἔχουν καὶ ἔχουμε ἀναγκη στὰ ὅποια σκοτάδια τοῦ αἰῶνος τούτου. Ἀμήν.

 

 

 

Subscribe to Email