Αρχιμ. Σωφρόνιο Γκουτζίνη

Ζώντας σε μια τεχνοκρατούμενη κοινωνία, όπου όλα γίνονται εύκολα και γρήγορα με το πάτημα ενός κουμπιού, όπως μας ενημερώνουν τα διαφημιστικά φυλλάδια, διαμορφώνουμε, χωρίς καλά – καλά να το αντιλαμβανόμαστε, ένα καινούργιο τρόπο ζωής που έχει ως κύριο γνώρισμα του τη φυγοπονία: προσλαμβάνουμε μετανάστες για να κάνουν τις κοπιώδες χειρωνακτικές εργασίες, τις οποίες αποφεύγουμε γιατί προτιμάμε να σκοτώνουμε την ώρα μας πάνω από ένα ποτήρι του φραπέ, κωλυσιεργούμε ή και απουσιάζουμε από την εργασία μας και επιθυμούμε να κερδίσουμε όσο το δυνατόν περισσότερα με όσο γίνεται λιγότερο ή και χωρίς καθόλου προσωπικό κόπο.

Από τη στιγμή που μια τέτοια νοοτροπία κατευθύνει την καθημερινότητα μας, θα ήταν αδύνατον αυτή να μην πρυτανεύσει και στα ουσιώδη της ζωής. Θέλουμε να ικανοποιήσουμε τις πνευματικές μας ανάγκες κατά τον ίδιο τρόπο όπως και τις υλικές: χωρίς προσωπικό μόχθο. Αυτή η πολλές φορές ασυναίσθητη επιδίωξη μας αντικατοπτρίζεται, πλήρως στη σχέση μας με το Θεό. Η χωρίς προσωπικό κόστος απόκτηση “πνευματικών εμπειριών” έχει γίνει ζητούμενο για πολλούς συνανθρώπους μας και εξηγεί, ως ένα βαθμό, την ιδιαίτερη απήχηση των αιρέσεων και της παραθρησκείας στην εποχή μας: οι χώροι αυτοί μιλούν για “αυτοβελτίωση”, κολακεύουν το εγώ μας, και υπόσχονται την αυτοπραγμάτωση αρκεί να εγγραφούμε επί πληρωμή σε κάποιο σεμινάριο. Ελάχιστο κόστος, πολλαπλό το όφελος…

Όμως, αντίστοιχα φαινόμενα παρατηρούμε, δυστυχώς, και μέσα στην εκκλησιαστική ζωή. Οι χριστιανοί σήμερα επιθυμούμε να κερδίσουμε τη σωτηρία μας άκοπα. Είμαστε πρόθυμοι να αποποιηθούμε κάθε προσωπική μας ελευθερία, σχεδόν εκλιπαρούμε να αναλάβει κάποιος άλλος την πνευματική μας ευθύνη, την ευθύνη της σωτηρίας μας, αρκεί εμείς να είμαστε αμέριμνοι. Ας αναρωτηθούμε για ποιο λόγο ψάχνουμε να βρούμε χαρισματούχους πνευματικούς, φωτισμένους γεροντάδες, οι οποίοι θα μεσιτεύουν για εμάς, θα μας κάνουν μια “πνευματική ακτινογραφία” και με το “διορατικό” τους χάρισμα θα επιλύουν κάθε πνευματικό και ψυχικό μας πρόβλημα; Μήπως αυτή η εναγώνια αναζήτηση “χαρισματούχων” εκ μέρους των πιστών δεν είναι, τελικά, τόσο αξιέπαινη: Δεν δηλώνει, άραγε, πλήρη άγνοια για την προσωπική κλήση του κάθε χριστιανού στην καλλιέργεια των χαρισμάτων του μέσα στην εκκλησία, στην οποία αυτός έχει κληθεί ήδη από τη βρεφική του ηλικία με το ιερό μυστήριο του χρίσματος; Μήπως αναζητώντας “χαρισματούχους” βρισκόμαστε σε λάθος δρόμο; Μήπως βγαίνουμε από την εκκλησιαστική οδό; Τα χαρίσματα δεν είναι ατομικά κατορθώματα, αλλά δωρεές του Θεού για την οικοδομή και προκοπή του εκκλησιαστικού σώματος. Πολλώ δε μάλλον ούτε μέσα εντυπωσιασμού, ούτε πηγές πλουτισμού: περιπλανώμενοι αυτόκλητοι “χαρισματούχοι” που εγκαθίσταται σε οικίες ή παρεκκλήσια, που διαβάζουν ή συμβουλεύουν τους ανυποψίαστους πιστούς, αγνοώντας όμως το σώμα της τοπικής εκκλησίας, την ενορία και τον επίσκοπο, δεν έχουν καμιά σχέση με το πνεύμα του Θεού και την εκκλησία, ας φορούν κομποσκοίνια, ας έχουν και μακριά γενειάδα. Δεν έχουν καμιά σχέση με τους ποιμένες της εκκλησίας, αλλά εισπηδούν στην εκκλησιαστική μάνδρα ως κλέφτες και ληστές. Εντυπωσιάζουν, δημιουργούν θόρυβο, όμως δεν οικοδομούν ούτε θεμελιώνουν, αλλά ξεθεμελιώνουν και διχάζουν το σώμα της εκκλησίας. Οι αντίστοιχες επισημάνσεις ισχύουν και για όσους λειτουργούν μέσα στην εκκλησία ατομικά, δηλαδή διχαστικά, προβάλλοντας προσωπικά, υπαρκτά ή συνήθως, φανταστικά κατορθώματα.

Είναι μεγάλη η ευθύνη όλων μας για την οικοδομή του εκκλησιαστικού σώματος από όποια θέση κι αν έχουμε μέσα σε αυτό: Επίσκοποι, πρεσβύτεροι, διάκονοι, λαϊκοί, ιεροψάλτες, επίσκοποι, νεωκόροι, εκκλησιαζόμενοι, όλοι είμαστε υπεύθυνοι για την πορεία της εκκλησίας. Στην εκκλησία δεν ερχόμαστε ως πελάτες ενός θρησκευτικού supermarket, αλλά ως μέλη της. Δεν είναι η εκκλησία κάτι έξω από εμάς, εμείς όλοι, κληρικοί και λαϊκοί, είμαστε ο λαός του Θεού, η εκκλησία Του. Η προσωπική μας ευθύνη συνεπάγεται την προσωπική μας συμμετοχή και η προσωπική μας συμμετοχή ενισχύει την προσωπική μας ευθύνη.

Subscribe to Email