Στον ναό του Αγίου Νικολάου, στο Ορθόδοξο Κέντρο της Ναμουνγκόνα, στην Καμπάλα, τελούνται καθημερινά ο Όρθρος και ο Εσπερινός. Ένας μικρούλης με μεγάλα μάτια - δεν θα’ ναι πάνω από τριών χρονών - είναι ο τακτικότερος φιλακόλουθος. Πρωί και βράδυ, με βήματα συντονισμένα στα βήματα μιας καλόκορμης νέας ακόμα γυναίκας, με το χεράκι του ανασηκωμένο για να φθάσει στο χέρι της, την οδηγεί στην εκκλησία. Γιαγιά του είναι η γυναίκα αυτή. Κι είναι τυφλή. Τα μάτια της σε κοιτάζουν κατά πρόσωπο, άφοβα. Δεν χαμηλώνουν, δεν αλλάζουν έκφραση. Γιατί δεν βλέπουν. Κι όταν ακόμα ο Τοποτηρητής Επίσκοπος (στην επίσκεψη του στην Ουγκάντα) πλησίασε το παράδοξο αυτό ζευγάρι, και στα χείλη της τυφλής άνθισε ένα χαμόγελο, το βλέμμα της δε συμμερίστηκε τη χαρά αυτή. Παρέμεινε το ίδιο: εκφραστικό μιας ήρεμης σκέψης, που έχει απολιθωθεί στα μάτια της - αυτά που δεν είναι πια παράθυρο, αλλά εικόνα. Τα δικά του, του μικρού τα μάτια, σε κοιτάζουν σοβαρά κι εξεταστικά, μοιάζουν γεμάτα κόσμους και κινούμενες σκέψεις

-Τι να σκέπτεται ένας μπόμπιρας τριών ετών;

Στην είσοδο του ναού, στον αριστερό εξωτερικό τοίχο, θα ξεπεράσει κάθε φορά η τυφλή τις σαγιονάρες από τα πόδια της με τις ίδιες πάντα, αυτόματες κινήσεις. Κι όταν θα βγει από την εκκλησία, με τελετουργική σοβαρότητα, θα φέρει μπρος της τις σαγιονάρες ο μικρός. Η γιαγιά, κάτω από την άγρυπνη παρακολούθησή του, θα τις ψηλαφήσει με τα δάκτυλα των ποδιών και θα τις φορέσει πάντα το ίδιο αργά, μετρημένα. Και θα πάρουν κι οι δύο το μονοπάτι του γυρισμού στο σπιτάκι που τους φιλοξενεί, μέσα στο κτήμα του Κέντρου. Ώσπου να’ ρθεί η ώρα της επόμενης Ακολουθίας.

(Περιοδικό ΠΑΝΤΑ ΤΑ ΕΘΝΗ, τ. 5/1982)

 

Subscribe to Email