Αρχιμ. Σωφρόνιου Γκουτζίνη

          Μετά τον όλεθρο του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου  ο Αλμπέρ Καμί  δημοσίευε τα «Γράμματα σ’ έναν φίλο Γερμανό» διευκρίνιζε ότι δεν έγραφε ως εχθρός των Γερμανών, αλλά ως πολέμιος του μίσους και της βίας∙  έγραφε έναντι του φασισμού ως εκπρόσωπος της ελευθερίας και όχι ως Γάλλος κατά τής Γερμανίας. Τελειώνοντας έγραψε ακόμη κάτι πιο σημαντικό: «Αγαπώ υπερβολικά τη χώρα μου για να είμαι εθνικιστής».

Ωστόσο αυτός ο δημοκρατικός πατριωτισμός του Καμί και πολλών άλλων εξαφανίστηκε όπως και πολλές άλλες ευρωπαϊκές αξίες, όχι μόνο λόγω της κατίσχυσης των αγορών, αλλά και κάτω από τα αλλεπάλληλα κύματα του ανεξέλεγκτου εποικισμού της Ευρώπης, που οδηγεί στην ξενοφοβία. Έτσι φαίνεται να ξανακερδίζει ο εθνικισμός. Όμως τι γίνεται στην περίπτωση που ο εθνικισμός αναμειγνύεται με άμετρες δόσεις λαϊκισμού;

Μια πρώτη απάντηση έχει να κάνει με την άγνοια της Ιστορίας που -όσο παλιά κι αν φαντάζει- ξαναστοιχειώνει το ελληνικό και το ευρωπαϊκό παρόν, στρώνοντας δυστοπικό μέλλον. Όποιος θέλει, μπορεί να ρίξει μια ματιά σε ένα κείμενο επίσης παλιό, του 1935, με τίτλο «Μαθήματα για τον φασισμό».

Αναφέρεται όχι στο τέλος αλλά στη γέννηση του φασισμού, γραμμένο από έναν αυτόπτη αναλυτή: τον ομόχρονο και συμπατριώτη του Μουσολίνι, τον Ιταλό κομμουνιστή ΠαλμίροΤολιάτι. (Το κείμενο κυκλοφόρησε στα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης σε μετάφραση της Μυρσίνης Ζορμπά -της σημερινής υπουργού Πολιτισμού- από τις εκδόσεις Οδυσσέας.)

Εκεί ο Τολιάτι μιλούσε για κατάρρευση των δημοκρατικών αντιστάσεων του Μεσοπολέμου, για τα άτολμα αντιφασιστικά αντανακλαστικά των δημοκρατών αλλά και των Ιταλών κομμουνιστών που περίμεναν (πώς άραγε;) την έλευση της προλεταριακής επανάστασης∙ μιλούσε για τη γενικευμένη αμφισβήτηση και απαξίωση των κοινοβουλευτικών διαδικασιών και θεσμών από την αστική και μικροαστική τάξη της εποχής του, τη χρήση του εθνικισμού ως ιδεολογικού δεσμού της μεταπολεμικής κρίσης.

Τέλος, εξηγούσε όσα κόμισε ο Μουσολίνι και το φασιστικό κράτος: «Οταν καταργήθηκαν όλες οι ελευθερίες, όταν οι εργαζόμενοι στερήθηκαν κάθε αντιπροσώπευσης, όταν τέθηκαν εκτός νόμου όλα τα πολιτικά κόμματα, όταν καταργήθηκε η συνδικαλιστική ελευθερία, η ελευθερία του Τύπου, η ελευθερία τού συνέρχεσθαι, όταν κόπηκε κάθε ελευθερία έκφρασης».

Μια δεύτερη απάντηση έχει να κάνει με τον λαϊκισμό που επικυρώνει και ηθικοποιεί την άγνοια. Ο λαϊκισμός δεν εκφράζει παρά φοβίες, αδυναμίες και πάθη των κοινωνιών. Χωρίς να μπορεί να επιλύσει ποτέ κανένα πρόβλημα, τείνει να πλαισιώνει μανιχαϊστικές πολιτικές ως σύγκρουση της «ενάρετης λαϊκής βούλησης των μαζών» και της «καταχθόνιας, προδοτικής ή διεφθαρμένης ελίτ».

Σύμφωνα με τον μινιμαλιστικό ορισμό για τον σύγχρονο λαϊκισμό του πολιτικού επιστήμονα Κας Μούντε, ο λαϊκισμός χωρίζει την κοινωνία σε δύο ανταγωνιστικά στρατόπεδα: ο «απλός, αγνός λαός» από τη μία, και η «διεφθαρμένη ελίτ» από την άλλη. Κατά τον Μούντε, ο λαϊκισμός είναι μεν μια «ρηχή», ισχνή ιδεολογία, που όμως εύκολα επικολλάται σε άλλες ισχυρότερες ιδεολογίες: φιλελευθερισμός, σοσιαλισμός, αριστερός ριζοσπαστισμός κ.ά. (CasMudde, CristóbalRoviraKaltwasser, «Λαϊκισμός», εκδ. Επίκεντρο, 2017).

Βέβαια, όταν επικολλάται σε πολιτικά κόμματα της αστικοκοινοβουλευτικής δημοκρατίας και σε λοιπούς θεσμικούς πυλώνες της ελληνικής κοινωνίας, όπως ο Τύπος και η Εκκλησία που, από την πλευρά τους -δίχως κανένα πολιτικό επιχείρημα-, απλώς «πωλούν» στο ακροατήριό τους ευκαιριακές και ασύνταχτες προτεραιότητες, προαιώνια αναπαλλοτρίωτα δίκαια, επίβουλους εχθρούς ή ορθοδοξίες προκειμένου να γεμίσουν κομματικά ταμεία, τραπεζικούς λογαριασμούς και παγκάρια, τότε ο λαϊκισμός μετατρέπεται σε ξενιστή του εθνικισμού και του συνακόλουθου φασισμού. Το ότι επέζησε και ξαναεμφανίστηκε στην Ελλάδα ο φασισμός, ιστορικά, οφείλεται στον ρόλο ξενιστή που έπαιξαν στον 20ό αιώνα πολιτικοί, θρησκευτικοί και πολιτισμικοί θεσμοί.

Σήμερα, από τη στιγμή που σε ελληνικά σχολεία αναρτάται το σύνθημα «Η δημοκρατία πούλησε τη Μακεδονία» ή το «Μακεδονία γη ελληνική – Αλήτες, προδότες πολιτικοί» ή το «Στα όπλα, στα όπλα να πάρουμε τα Σκόπια», η δημοκρατία παύει να είναι αναγνωρίσιμη αξία για την πολιτική. Υπονομεύεται∙ απονομιμοποιείται και παραχωρεί τη θέση της στη φοβισμένη μάζα, σε επινοημένους εχθρούς, στη βία, το μίσος, τον πόλεμο. Αυτό είναι το σημερινό αποτέλεσμα της δεξιάς λαχτάρας για εξουσία: να ανέχεται τα πάντα, να τα υποκινεί και να αρνείται να αντικρίσει τον εθνικισμό και τον φασισμό που υποθάλπει ο λαϊκισμός της.

Αν η Ελλάδα έχει κάποια ελπίδα, αυτή μεγαλώνει στα σχολεία, εκεί που βλασταίνει η γνώση, η ζωντάνια, η φαντασία, η ανθρωπιά και η κατανόηση∙ μεγαλώνει στον χώρο των ευκαιριών για τους πιο αδύνατους, του σχηματισμού ταυτότητας ελεύθερων και σκεπτόμενων πολιτών. Αυτό το σχολείο πρέπει να προστατευτεί και να γίνει καλύτερο. Μερικοί δεν το θέλουν.

Οι γενιές της ελληνικής συντήρησης μεταφέρουν στο σχολείο την αποτυχία τους, την παπαγαλία τους, την αντιδημοκρατία, τις δικές τους εθνικιστικές στερεοτυπικές αγκυλώσεις. Μαζί με την υπονόμευση του μέλλοντος που έστησαν γι’ αυτά τα παιδιά, οι «ληγμένοι» (κατά τη μαθητική αργκό) αξιώνουν γι’ αυτά τη διαιώνιση της δικής τους απορίας: Πότε και πώς, πάνω από όλα, πρώτα η Ελλάδα-πατρίδα, και πότε και πώς είναι καλός ο διεθνισμός;

Ο π. Σωφρόνιος Γκουτζίνης

είναι Αρχιμανδρίτης του Οικουμενικού Θρόνου,

Πρωτοσύγκελλος Ιεράς Μητροπόλεως

Ξάνθης και Περιθεωρίου

 

 

Subscribe to Email