Μητροπολίτου Κένυας κ. Μακαρίου

Ἔφτασα στήν Κύπρο καί συνάντησα τόν Ἀρχιεπίσκοπο Μακάριο. Σέ κάποια στιγμή, χαριτολογώντας μοῦ εἶπε χαρακτηριστικά: «Ἐπειδή μέ ρώτησες γιατί ἐπιμένω νά πᾶς ἐσύ στήν Ἀφρική, τώρα ἦρθε ἡ ὥρα νά σοῦ ἀπαντήσω. Ἐπειδή, σύντομα, προαισθάνομαι ὅτι πλησιάζει τό τέλος μου. Μέσα μου, πιστεύω ὅτι εἶσαι τό μόνο πρόσωπο πού, ὅταν θά εἶμαι πιά νεκρός, θά παραμείνεις καί κάτω ἀπό ὁποιεσδήποτε συνθῆκες, θά ὑποστηρίξεις καί θά βοηθήσεις στή λει- τουργία αὐτῆς τῆς σχολῆς, γιατί πολλοί εἶναι ἐκεῖνοι πού θά τό πολεμήσουν αὐτό τό ἔργο». Ἔμεινα βέβαια κατάπληκτος ἀπό τά λόγια τοῦ Ἀρχιεπισκόπου, δέν ἔκανα ὁποιοδήποτε σχόλιο, τόν εὐχαρίστησα μόνο γιά ἄλλη μία φορά γιά τήν εὐκαιρία πού μοῦ ἔδωσε νά μπορέσω νά σπουδάσω σ’ ἕνα ἀπό τά καλύτερα πανεπιστήμια τοῦ κόσμου.

Ἔτσι, ἀφοῦ ὅλα τά προγραμματίσαμε, στίς 12 Ἰανουαρίου τοῦ 1977 πατοῦσα γιά πρώτη φορά τό πόδι μου στήν ἀφρικάνικη ἤπειρο. Ἐπειδή ἡ πτήση ἦταν νυκτερινή, ἔφθασα τά ξημερώματα. Ἐν τῷ μεταξύ προηγήθηκε, πρό ἐμοῦ, ὁ τότε μητροπολίτης Πάφου Χρυσόστομος καί στή συνέχεια Ἀρχιεπίσκοπος Κύπρου Χρυσόστομος ὁ Α΄, ὁ ὁποῖος ὅταν ἔφθασα, μέ ὑποδέχθηκε ὁ ἴδιος στό ἀεροδρόμιο τῆς Ναϊρόμπι. Θυμᾶμαι ἤμουν κατακουρασμένος, ἔφθασα στό ξενοδοχεῖο μαζί μέ τόν Μητροπολίτη καί ἀμέσως δέν ζήτησα τίποτε ἄλλο παρά νά ξεκουραστῶ καί νά κοιμηθῶ.

Γύρω στίς μία τό μεσημέρι σηκώθηκα καί ἀπό τό παράθυρο παρακολουθοῦσα ἔξω τίς κινήσεις τῶν ἀνθρώπων καί παράξενο! Μέσα μου εἶχα τό αἴσθημα ὅτι εἶχα γεννηθεῖ στήν Ἀφρική καί πώς ὅ,τι ἔβλεπα ἦταν οἰκεῖο καί αἰσθανόμουν ὅτι, προορισμένος «ἐκ κοιλίας μητρός μου», ἀνῆκα σέ αὐτό τόν τόπο, σέ αὐτό τόν χῶρο καί σέ αὐτούς τούς ἀνθρώπους, κάτι πού μέχρι σήμερα συνεχίζει νά μέ διακατέχει καί νά μέ κρατᾶ δεμένο μέ τους «μαύρους ἀδελφούς μας τῆς Ἀφρικῆς», ὅπως θά ἔγραφε, ὕστερα ἀπό τίς πρῶτες διηγήσεις μου, σ’ ἕνα του ποίημα ἕνας ξεχωριστός μου φίλος ποιητής. Ἕνα δυνατό, ἐντονότατο συναίσθημα χωρίς νά μπορῶ νά δώσω ὁποιαδήποτε ἐξήγηση.

Ὁ Μητροπολίτης Πάφου Χρυσόστομος ἔμεινε μαζί μου δέκα ὁλόκληρες μέρες. Λόγω τοῦ νεαροῦ τῆς ἡλικίας μου καί τῆς ἀπειρίας μου στόν χῶρο τῆς ἱεραποστολῆς, προσπάθησε μαζί μέ τόν τότε Μητροπολίτη Κένυας Φρουμέντιο καί τόν Ἀφρικανό Ἐπίσκοπο Νιτρίας Γεώργιο νά μέ κατατοπίσει καί, κατά κυριότερο λόγο, νά μέ ξεναγήσει στούς χώρους τῆς Πατριαρχικῆς Σχολῆς, ὅπου, βάσει τῆς ἐπιθυμίας τοῦ ἱδρυτῆ καί προστάτη της, θά ὑπηρετοῦσα ὡς ὁ πρῶτος διευθυντής της. Ἐμπειρίες ἀξέχαστες, στιγμές πρωτόγνωρες, γιά ἕνα νεοφερμένο, πού, μόλις πρό ἑνός μηνός, βρισκόταν στά πανεπιστημιακά ἕδρανα τῆς Ὀξφόρδης. Ὅταν ἐπρόκειτο νά ἀναχωρήσει ὁ Πάφου, μέ ρώτησε ἄν εἶχα ἑτοιμάσει τίς ἀποσκευές μου. Ἀναχώρησε, κι ἐγώ μέ τή σειρά μου τόν παρακάλεσα: «Πανιερότατε, νά πεῖτε στόν Μακαριότατο, ὅτι ἀποφάσισα νά παραμείνω ἐδῶ». Καί ἀφοῦ συμπλήρωσα τρίμηνη παραμονή στή Ναϊρόμπι ἐπέστρεψα καί ὁ Ἀρχιεπίσκοπος μέ κάλεσε στό μικρό Συνοδικό, στήν παρουσία τοῦ Μητροπολίτη Πάφου. Ἤθελε νά ἀκούσει τίς ἐντυπώσεις μου. Ὁπόταν τότε, ἀπευθυνόμενος πρός τόν Ἅγιο Πάφου, ἐξομολογητικά, μᾶς ἀποκάλυψε ὅτι τό τέλος του πλησίαζε.

Ὁ ἐνθουσιασμός μου, ἡ ἀγάπη μου καί ἡ βεβαιότητα ὅτι θά μποροῦσα κι ἐγώ, ἐπιτέλους, νά βάλω ἕνα μικρό πετραδάκι στόν χῶρο τῆς «μίας καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας» μας, ἦταν ἕνα γεγονός πού ὁλοκλήρωνε οὐσιαστικά, τήν «καλή φιλοδοξία μου» νά γίνω ἱεραπόστολος, νά μεταφέρω τό μήνυμα τοῦ Εὐαγγελίου στίς ψυχές τῶν ἀνθρώπων, πού γιά αἰῶνες περίμεναν νά γνωρίσουν τόν Χριστό καί τήν Ἐκκλησία Του. Ἄνθρωποι πού λαχταροῦσαν νά γίνουν ἀληθινά παιδιά τοῦ Θεοῦ καί πολίτες τῆς οὐράνιας Βασιλείας του.

Ἀπό το περιοδικό τῆς Ἱ. Μητροπόλεως Λεμεσοῦ «Παράκληση», Τεῦχος 74.

Subscribe to Email