π. Κωνσταντίνου Ν. Καλλιανού

Κάθε ἀπόγευμα, τὶς φωτεινὲς καὶ τρυφερὲς αὐτὲς ἡμέρες τοῦ Δεκαπενταυγοὐστου ὅπου ψάλλουμε τὶς Παρακλήσεις, ἀπό τὸ γειτονικὸ τὸ πλατάνι, ποὺ συντροφεύει ὁλόχρονα τὴν ἐκκλησιά, ἕνα ἰδίοτυπο ἰσοκράτημα συνοδεύει τὶς ψαλμωδίες μας. Ἐπίμονο καὶ ἀδιάκοπο ἰσοκράτημα, δίχως καμμιὰ βιασύνη. Εἶναι τὸ ἀθῶο ἰσοκράτημα τῶν τζιτζικιῶν, τῶν θερινῶν αὐτῶν ἐπισκεπτῶν, ποὺ γιὰ ἔνα ἰκανὸ χρονικὸ διάστημα ἐνοικοῦν κάτω ἀπό τὰ δροσερὰ φυλλώματα τοῦ πλατάνου καὶ ἀπό νωρὶς τὸ πρωΐ, μέχρι νἄρθει τὸ πρώτο νύχτωμα, τραγουδᾶνε ἀπατάπαυστα τὸ ἑλληνικὸ τὸ καλοκαίρι. Κι εἶναι μιὰ ἀθῶα παρεμβολὴ αὐτὸ τὸ τραγούδι στὴν ὅλη συγκινητικὴ καὶ εὐκατάνυκτη ἀτμόσφαιρα, ποὺ ἀκροζυγιάζεται μέσα σὲ ὔμνους ἰκέσιους στὴ Χάρη Της, σὲ χρώματα/ζωγραφιὲς τοῦ δειλινοῦ, ποὺ μὲ δαψίλεια περισσὴ τὶς χαράσσει πάνω σὲ τοίχους, στὸ τέμπλο, στὶς εἰκόνες, χρωματίζοντας ἀκόμα καὶ τὰ λευκόγκριζα σύννεφα τοῦ θυμιάματος.

Αὐτὰ εἶναι τ᾿ ἀπόβραδα τοῦ Δεκαπενταυγούστου, ποὺ τὰ στολίζει ἡ παρουσία τῶν φιλακόλουθων γυναικῶν, ἔστω καὶ λιγότερων κάθε χρόνο, ἀλλὰ καὶ ἡ ἐπίμονη φωνὴ τῶν τζιτζικιῶν. Τῶν ἀθώων αὐτῶν πλασμάτων τοῦ Θεοῦ ποὺ εἰσοδεύουν μὲ τὸ θέρος καὶ μὲ τὶς πρῶτες βροχὲς, ποὺ κι ἐκεῖνο μᾶς ἀποχωρίζεται, ἀναχωροῦν κι αὐτὰ, ὡς ἄλλοι ἐπισκέπτες, καὶ ἰδιότυποι διαθεριστές.Κι εἶναι στ᾿ ἀλήθεια τόσο συγκινητικὴ αὐτὴ ἡ παρουσία τοῦτες τὶς ἀπόβραδες ὧρες ποὺ ἠ Θεομητορικὴ Της παρουσία τὶς εὐλογεῖ καὶ τὶς ὑψώνει μέσα στὴν κρισιμότητα τῶν καιρῶν ὡς προσευχή, ὡς ἑσπερινὸ θυμίαμα, ὡς ἰκέσιο λόγο. Καὶ μαζὶ μ᾿ αὐτά, ἔρχεται κι ὁ λόγος τοῦ ποιητῆ, ποὺ ἀνεβαίνει στὸ νοῦ τοῦτες τὶς θεσπέσιες ὧρες, γιὰ νὰ ἐπιβεβαιώσει τὴν ἰερότητα τῶν στιγμῶν, ποὺ τὶς στεφανώνει μιὰ πτυχὴ τοῦ «καλὰ λίαν»(Γεν. 1, 31 ) τῆς Δημιουργίας.

κι' ἀντίς γι' ἀγγέλους, τά τζιτζίκια,

σοῦ κανοναρχοῦνε τό κάθε ἀπομεσήμερο ἕως ἀργά

μέ τό δικό τους τρόπο τόν Παρακλητικό Κανόνα (Τ. Κ. Παπατσώνης).

Αὐτὸ ὅμως ποὺ δὲν περνάει ἀπαρατήρητο καὶ κάποια στιμὴ ραγίζει τὴ φωνὴ τοῦ παπᾶ, ἀνεβάζοντας τὸ σύθαμπο στὰ μάτια, εἶναι τότε ποὺ διαβάζονται τὰ ὀνόματα, ὑπὲρ ὑγείας, βοηθείας, ἀντιλήψεως κ.λ.π. Ὀνόματα, ποὺ ἡ μνημόνευσή τους συνοδεύεται ἀπό τὸ λιτὸ «Κύριε, ἐλέησον» τοῦ ψάλτη. Κι ἡ συγκίνηση κορυφώνεται, καθὼς ὀ ἰερέας ἀντιλαμβάνεται, πὼς αὐτὸ τὸ «Κύριε ἐλέησον», μὲ τὸ δικό τους τρόπο τὸ ἐπαναλαβάνουν καὶ τὰ τζιτζίκια, δεόμενα, λὲς, καὶ τοῦτα...Καὶ ποιὸς ξέρει, ἄραγε, ἄν δὲ γίνεται κι αὐτό;

Μὲ τὸ «Δι᾿ εὐχῶν», καθὼς σβύνουν ἔνα-ἕνα τὰ κεριὰ καὶ κλείνει ἡ Ὡραία-Πύλη, μὲ τὸ πρῶτο σκοτάδι ποὺ ἀνεβαίνει, τότε ποὺ ὁ καθένας μας ἀναχωρεῖ εἰς τὰ ἴδια, παύει καὶ τὸ τραγούδι τοῦ τζίτζικα, γιὰ νὰ ξαναρχίσει μὲ τὴ χαραυγὴ καὶ τὶς πρῶτες ἀκτῖνες τοῦ θερινοῦ τοῦ ἥλιου. Ἀκούραστα καὶ ἐπίμονα. Ὅπως τόσα χρόνια, τόσους αἰῶνες, ἀπό τὰ χλωρὰ τὰ χρόνια τῆς Δημιουργίας...

Subscribe to Email