Πρωτ. Ευέλθοντος Χαραλάμους

Ἡ εἰκόνα του τῆς πρώτης μας  γνωριμίας, ἔστω κι ἄν ἔχουν περάσει ἀπό τότε μερικές δεκαετίες,   παραμένει πάντοτε ἀνεξίτηλη στή μνήμη μου:  Κληρικός μέ φωτεινό πρόσωπο, ξανθά γένια, σεμνός καί σοβαρός, ὀρθόφωνος καί καλλίφωνος, ἐπιβλητικός, παρά τό μικρό τοῦ ἀναστήματός του, σεβάσμιος μέ τό μαῦρο ἐπανωκαλύμαυχό του. Ἐκεῖνο, ὅμως, πού μέ σαγήνευσε, ἦταν τό κήρυγμά του. Ὁ καθάριος λόγος του. Κι ἀκόμη, ἡ ἀγάπη του. Ἡ ἀγάπη του, πού ἐκδηλωνόταν τόσα πλούσια ὅταν τόν πλησίαζες κι ὅταν ἀκουμποῦσες στό πετραχήλι του.

Γραφεῖο τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς, ἕδρα καί σπίτι του, ἦταν ἕνα ἁπλό σπιτάκι δίπλα ἀπό τήν Φραγκοεκκλησιά τοῦ Βαρωσιοῦ, πρός τήν Ἁγία Αἰκατερίνη. Ἀργότερα, ἐπί Κωνσταντίας Χρυσοστόμου ἀπόχτησε ἡ Ἀρχιεπισκοπή ἕνα πιό ἐπιβλητικό οἴκημα, λίγα μέτρα βορειότερα. Τό κτίριο ἄλλαξε, ἀλλά ὁ π. Εὐστάθιος παρέμενε πάντα ὁ ἁπλοϊκός καλοσυνάτος παππούλης. Μαζί του  ἔμενε πάντοτε ἡ γριά μητέρα του, ἡ γερόντισσα Καλλού.  Μέ τήν εἴσοδό σου στό κτίριο βρισκόσουν σ’ ἕνα μεγάλο σαλόνι (ἡλιακό), ὅπου ὁ π. Εὐστάθιος δεχόταν τούς ξένους του ἤ ὀργάνωνε Κύκλο Γραφῆς γιά Κληρικούς. Ἀριστερά ἦταν τό δικό του γραφεῖο, ἐνῶ δεξιά τοῦ Χωρεπισκόπου, πού ἐπισκεπτόταν τήν πόλη μας μιά φορά τήν ἑβδομάδα (συνήθως κάθε Τρίτη).

Ἐκείνη ἡ πρώτη ἐπίσκεψή μου στόν πατέρα Εὐστάθιο παραμένει πάντοτε ζωντανή στή μνήμη μου. Γιατί γνώρισα ἐκεῖ ἕνα στοργικό πατέρα, ἕνα σοφό καθοδηγητή, ἕνα ταπεινό ἐργάτη τοῦ Εὐαγγελίου, ἕνα ἅγιο κληρικό.

Ἀρχιερατικός Ἐπίτροπος Ἀμμοχώστου! Στά χρόνια τοῦ ἀοιδίμου Ἀρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ΄ αὐτό ἐσήμαινε ἁρμοδιότητες Ἐπισκόπου. Ἡ θέση καί τό ἀξίωμά του, μέ κοσμικά δεδομένα, ἦταν ἐπίζηλη. Ἦταν Πρόεδρος τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Δικαστηρίου γιά ὅλες τίς κοινότητες Ἀμμοχώστου. Ἀπό τήν Καρπασία, σ’ ὅλη τή Μεσαορία, στά Κοκκινοχώρια μέχρι τήν Ἀγκαστίνα καί τό Μαραθόβουνο, ἐπεῖχε θέση  Ἐπισκόπου. Ὅλη τήν ἑβδομάδα στό γραφεῖο ἀσκοῦσε διοικητική ἐξουσία, ἐνῶ τίς Κυριακές καί τίς μεγάλες γιορτές περιόδευε τά χωριά, λειτουργοῦσε κάθε Κυριακή καί σέ μιά κοινότητα, κήρυσσε τό λόγο τοῦ Θεοῦ, ἔλυε διαφορές.

Αὐτή ἡ ἐπαφή του μέ τό λαό καί ἡ τέλεση τῆς θείας Λειτουργίας ἦταν γιά τόν πατέρα Εὐστάθιο ἡ μεγαλύτερη χαρά. Μοῦ ἔλεγε συχνά ὅτι οἱ διοικητικές  ἐνασχολήσεις καί ὅλα ὅσα διαδραματίζονταν στό Ἐκκλησιαστικό δικαστήριο τόν ἐξουθένωναν. Ἀντίθετα, ἡ ἐπαφή του μέ τό ἱερό Θυσιαστήριο, ἡ λειτουργική ζωή, ἡ προσευχή καί οἱ ἀκολουθίες, αὐτά τόν ζωογονοῦσαν. Προσδοκοῦσε πάντοτε τίς Κυριακές, γιά νά ἔλθει μέσω τῆς ἱερᾶς μυσταγωγίας σέ ἐπαφή μέ τό λαό τοῦ Θεοῦ.  Ἀλλά καί ὁ λαός τοῦ Θεοῦ, ὅλοι οἱ χριστιανοί, μέ πόσοι λαχτάρα προσδοκοῦσαν τήν ἐπίσκεψή του στήν ἐνορία καί στό ναό τους! Γινόταν πανηγύρι τότε. Γιατί  σέ ὅσους ἡ Πρόνοια τοῦ Θεοῦ ὁδηγοῦσε στό δρόμο του, ἡ ἁγιασμένη μορφή του σκορποῦσε χάρη καί ἀκτινοβολία. Ταίριαζε στήν περίπτωσή του ὁ λόγος τῶν Πράξεων «ἦν ἀνήρ ἀγαθός  καί πλήρης Πνεύματος Ἁγίου καί πίστεως». 

Παρόλες τίς τιμές καί τά προνόμια πού τοῦ ἐξασφάλιζε ἡ θέση του, ὁ ἴδιος παρέμενε πάντοτε πράος καί ταπεινός, ὑπόδειγμα καλοῦ ποιμένα, ἀνεξίκακου κληρικοῦ, ἀφοσιωμένου ἐργάτη τοῦ Εὐαγγελίου. Ξεχωριστή εὐλογία γιά τά νέα παιδιά ἦταν κάθε καλοκαίρι ἡ παρουσία του στό χῶρο τῆς κατασκήνωσης τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς στήν Κακοπετριά. Ἦταν γιά ὅλους τούς κατασκηνωτές ἕνα σωστό πρότυπο κηρικοῦ κι ἐνάρετου χριστιανοῦ. Ἡ σοβαρή ἀσθένεια πού γιά εἴκοσι χρόνια τόν μάστιζε (σακχαροδιαβήτης), δέν μπόρεσε ποτέ νά τοῦ καθηλώσει τό φρόνημα, τήν ἀγάπη καί τόν ἀγωνιστικό ζῆλο. Ὅπως τόν Ἀπόστολο Παῦλο ἐπαναλάμβανε «ἐδόθη μοι σκόλωψ τῇ σαρκί,  ἵνα μή ὑπεραίρωμαι...».

Ὅταν τό 1973 μέ τά γνωστά ἐκεῖνα τραγικά γεγονότα κενώθηκαν οἱ μητροπολιτικοί θρόνοι τῆς Κύπρου, ἦταν ὁ πρῶτος τόν ὁποῖον ὁ ἀείμνηστος Ἀρχιεπίσκοπος σκέφτηκε νά ἀναβιβάσει στό ἀρχιερατικό ἀξίωμα. Ὅμως ἐκεῖνος μέ πολλή ταπείνωση δέν ἀποδέκτηκε τήν τιμή. Τά μάτια τῆς ψυχῆς του τά εἶχε στραμμένα πιό ψηλά.  Ἡ καρδιά του φλογιζόταν γιά τήν ἐρημική ζωή καί μέ τόν ψαλμωδό σιγοψιθύριζε «εἰς τά ὄρη ψυχή ἀρθῶμεν...». 

Μέ τήν εἰσβολή τῶν Τούρκων καί τήν ἐγκατάλειψη τῆς ἀγαπημένης πόλης, πῆρε καί ὁ π. Εὐστάθιος τό δρόμο τῆς προσφυγιᾶς. Κι ἐνῶ θά μποροῦσε νά ἐγκατασταθεῖ στήν ἄνεση τοῦ ἀρχιεπισκοπικοῦ μεγάρου στή Λευκωσία, προτίμησε νά βρεθεῖ ἀνάμεσα στόν κακοπαθοῦντα λαό τοῦ Θεοῦ, «ἑλόμενος συγκακουχεῖσθαι τῷ λαῷ τοῦ Θεοῦ μάλλον». Γιατί  σάν στοργικός πατέρας αἰσθανόταν τήν ἀνάγκη νά στηρίξει, νά παρηγορήσει καί νά ἐνισχύσει τά πονεμένα παιδιά του στήν δύσκολη τους ὥρα. Τώρα πού δυστυχῶς εἶχε ἐπαληθευθεῖ μέ τόν πιό σκληρό τρόπο ἕνα προφητικό κήρυγμά του: «Ἄν ὁ κόσμος δέν μετανοήσει θά ἐπιτρέψει ὁ Θεός μεγαλύτερες δοκιμασίες, ὅπως εἶναι οἱ πόλεμοι. Θά ἐπιτρέψει ὁ Θεός τήν ταπείνωση ἀπό λαούς βαρβάρους καί ἀπίστους, ὅπως εἶναι οἱ Τοῦρκοι, γιά νά συνέλθουμε, νά μετανοήσουμε καί νά ἀναγνωρίσουμε τό Θεό σάν δημιουργό καί Σωτήρα μας».  

Τόν Μάϊο τοῦ 1978 ἀξιώθηκε νά πραγματοποιήσει τό ὄνειρο τῆς ζωῆς του. Σέ ἡλικία πενηνταέξι ἐτῶν ἄφησε πίσω τιμές καί μεγαλεῖα, θέσεις καί ἀξιώματα καί ἀναχώρησε γιά τήν ἔρημο τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Αὐτός, στόν ὁποῖο ἔκαναν ὑπακοή ὅλοι οἱ κληρικοί τῆς Ἀρχιεπισκοπικῆς Περιφέρειας, ἔγινε ὑποδειγματικός ὑποτακτικός τοῦ Γέροντα Ἐλπιδίου στή Νέα Σκήτη. Αὐτός πού στόν κόσμο εἶχε στή διάθεσή του ὑπηρεσιακό προσωπικό καί προσωπικό ὁδηγό, τώρα βρέθηκε σέ ἄκρα ὑπακοή, κάνοντας μέ παιδική χαρά τίς πιό ταπεινές ἐργασίες· ἦταν ὁ νεώτερος τῆς συνοδείας.

Βέβαια ποτέ δέ λησμόνησε τά πνευματικά του παιδιά στήν Κύπρο, γιά τά ὁποῖα πάντοτε προσευχόταν καί μέ ἐπιστολές του καθοδηγοῦσε καί συμβούλευε. Χαραχτηριστικό εἶναι τό ἀπόσπασμα ἐπιστολῆς πού μοῦ ἔστειλε στίς 3 Νοεμβρίου 1979, ἡμέρα τῆς χειροτονίας μου: «Τά μάτια μου γέμισαν δάκρυα πνευματικῆς χαρᾶς. Ἤδη ἔχεις ἀξιωθεῖ τῆς μεγαλυτέρας τιμῆς μέ τήν ὁποία μπορεῖ νά τιμηθεῖ ἄνθρωπος ἐπί τῆς γῆς. Ὁ Βασιλεύς τῶν βασιλέων σοῦ δίνει τήν τιμή καί σέ καθιστᾶ ἄξιον νά γίνεις ποιμήν τῆς ποίμνης Του. Εἰς τό ἀποστολικό αὐτό ἔργο σέ ἐνισχύει διά τῆς εἰδικῆς θείας χάριτος τήν ὁποίαν ἔλαβες διά τῶν χειρῶν καί τῶν εὐχῶν τοῦ Ἀρχιεπισκόπου. Φρόντισε νά φανεῖς ἄξιος τῆς μεγάλης αὐτῆς τιμῆς. Ὁ Ἀρχιποίμην Χριστός θά σέ συνοδεύει καί θά σέ ἐνισχύει.... Μιμούμενος τόν Ἀπόστολο Παῦλο γίνου ταπεινός, ὑπομονετικός, ἄκακος, ἀφιλάργυρος, γέμισε τήν καρδιά σου μέ ἀγάπη καί «γενοῦ τοῖς πᾶσι τά πάντα, ἵνα τινάς σώσῃς».   

Ὁ βίος του στό Ἅγιο Ὄρος ἦταν πράγματι ἀγγελικός. Ὅσοι τόν γνώρισαν ἔχουν νά λένε γιά τήν ταπείνωση καί τήν ὑπακοή του. Μόλις τρία χρόνια ἔζησε  στό Ἅγιο Ὄρος, κι ὅμως «τελειωθείς ἐν ὀλίγῳ ἐπλήρωσε χρόνους μακρούς». Ἀπό ἀξιόπιστους ἁγιορεῖτες καταγράφηκαν θαύματα πού ἐπετέλεσε ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ μέσῳ τοῦ πατρός Εὐσταθίου. 

Ὁ πατήρ Εὐστάθιος μόναζε στήν Νέα Σκήτη. Κατά τίς καθημερινές τελοῦσαν τίς ἀκολουθίες μέ τόν Γέροντα τοῦ Κελιοῦ τους π. Ἐλπίδιο καί τόν παραδελφό του π. Ἐμμανουήλ στό ἐκκλησάκι τοῦ Κελιοῦ τους, ἐνῶ τίς Κυριακές καί μεγάλες ἑορτές στό Κυριακό τῆς Σκήτης. Μιά Κυριακή, ὅπως ὁμολόγησε ἀργότερα ὁ Δικαῖος τῆς Σκήτης, ὅταν πολύ πρωί πῆγε στό Κυριακό καί ἄνοιξε τό ναό γιά νά ἑτοιμάσει τά τῆς θείας Λειτουργίας, βρῆκε μέσα τόν πατέρα Εὐστάθιο μέ τό πετραχήλι νά προσεύχεται μπροστά στό εἰκόνισμα τῆς Παναγίας. «Πῶς μπῆκες Γέροντα», τόν ρώτησε μέ ἔκπληξη καί θαυμασμό  ὁ Δικαῖος. Κι αὐτός τοῦ ἀπάντησε μέ τόν πιό φυσικό τρόπο: «Νά, ἦρθα, βρῆκα τίς πύλες τοῦ ναοῦ ἀνοικτές, καί εἶπα νά διαβάσω μιά Παράκληση στήν Παναγία...».  Κι ὅμως, ἦταν βέβαιος ὁ Δικαῖος ὅτι βρῆκε κλειστές καί κλειδωμένες τίς   πόρτες, ἀφοῦ μόλις τώρα ὁ ἴδιος τίς εἶχε ξεκλειδώσει. 

 Ἀπό τό περιβόλι τῆς Παναγίας τόν κάλεσε γιά νά τόν ἀναπαύσει κοντά Του ὁ Κύριος τῆς ζωῆς καί τοῦ θανάτου στίς 7 Αὐγούστου 1981. Ἄφησε σέ ὅσους τόν γνώρισαν μνήμη ἀγαθή καί ζωντανό παράδειγμα πρός μίμηση.

 

Subscribe to Email