Ὁ μικρός Ἰάκωβος τό 1927 ξεκίνησε νά φοιτᾶ στό σχολεῖο. Πεντακόσια μέτρα ἀπό τό σπίτι τους ἦταν τό ἐκκλησάκι τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς, ὅπου στεγαζόταν τό σχολεῖο γιά τά παιδιά τοῦ χωριοῦ.

Γρήγορα διακρίθηκε ὡς ἕνας ἄριστος μαθητής μέ ἄψογη συμπεριφορά. Ἦταν ἕνα φτωχό, ἀδύνατο παιδάκι, σοβαρό, μέ φθαρμένα ροῦχα, πάντα ὅμως καθαρά, τόν περισσότερο καιρό ξυπόλυτο. Τά παιδιά τοῦ σχολείου τόν φώναζαν συχνά «παππού», ὁ ἀδελφός του Γιῶργος καί κάποιοι ἄλλοι «καλόγερο». Ἀργότερα πολλοί τόν φώναζαν «πάτερ Ἰάκωβο» καί ἤθελαν πολλές φορές νά τοῦ φιλήσουν τό χέρι, κάτι πού ἀπέφευγε. Τόν σεβόταν ὁ δάσκαλος, ἀλλά καί ὁ παπα-Θεο¬δόσης (π. Δημήτριος Θεοδοσίου), πού ἐξυπηρετοῦσε τό χωριό κάθε δεκαπέντε ἡμέρες καί λειτουργοῦσε τόν Ἅγιο Γεώργιο, τό ναό τοῦ χωριοῦ.

Λόγω τῆς ὑψηλῆς νοημοσύνης καί τῆς ἄριστης ἐπίδοσης τοῦ Γέροντα κατά τά χρόνια φοίτησής του στό Δημοτικό σχολεῖο, ὅταν ἀποφοίτησε, ὁ δάσκαλος τοῦ χωριοῦ καί ὁ ἐπιθεωρητής ἐπέμεναν στούς γονεῖς του νά τόν στείλουν στή Χαλκίδα, στό Γυμνάσιο, γιά νά συνεχίσει τή μόρφωσή του, «γιατί θά ἦταν κρίμα ν’ ἀδικηθεῖ τέτοιο μυαλό». «Ἀλλά οἱ γονεῖς μου», ἔλεγε ὁ Γέροντας, «προτίμησαν νά μέ κρατήσουν κοντά τους φοβούμενοι μήν τυχόν κινδυνέψω παντοιοτρόπως μακριά ἀπό τήν οἰκογένεια». Ἔτσι ἔμεινε ὁ Γέροντας μέ τίς γραμματικές γνώσεις τοῦ Δημοτικοῦ σχολείου καί ἀνέλαβε Αὐτός πού «ἀγραμμάτους σοφίαν ἐδίδαξε», νά τοῦ διδάξει τήν ἀληθινή σοφία καί Αὐτός πού «ἁλιεῖς θεολόγους ἀνέδειξε», νά τόν ἀναδείξει ἀληθινό Θεολόγο καί Πατέρα τῆς Ἐκκλησίας.

Ἀπό τό Βιβλίο: «Ὅσιος Δαβίδ: Ἔκδοση Ἱερᾶς Μονῆς Ὁσίου Δαβίδ, Λίμνη Εὐβοίας 1996».

 

 

Subscribe to Email