π. Ανδρέα Αγαθοκλέους

Είναι οδυνηρό και άδικο να φαντάζει η Εκκλησία στα μάτια των συγχρόνων ανθρώπων, και κυρίως των νέων, ως μια θρησκεία που στηρίζεται στις ανασφάλειες, αδυναμίες ή ψευδαισθήσεις των ανθρώπων για να επιβληθεί.  Η, ακόμα, ότι στερεί την απόλαυση της ζωής, δημιουργεί ενοχές και ενθαρρύνει την αντιπαράθεση και τη διαφορετικότητα.  Μπορεί, βέβαια, να δίνεται αυτή η εντύπωση προς τα έξω από κάποιους που, ενώ έχουν μια θέση ευθύνης μέσα σ’ αυτήν, αγνοούν το πνεύμα των Αγίων Πατέρων που ερμήνευσαν ορθά την Αγία Γραφή, έχοντας τη Χάρη του Αγίου Πνεύματος.

Ένας τέτοιος Πατέρας, που συνεχίζει την Παράδοση της Εκκλησίας και διδάσκει Ορθόδοξα, είναι ο «άγιος του 20ου αιώνα», ο άγιος Νεκτάριος.  Πιο πολύ γνωστός από τα πολλά θαύματα «εις πάσαν την γήν» παρά από τα συγγράμματά του, δεν υπολείπεται των μεγάλων Πατέρων και Διδασκάλων της Εκκλησίας.

Στο σύγγραμμά του «Ποιμαντική» αναφέρει, μεταξύ άλλων και ότι «σκοπός της Εκκλησίας είναι η επικράτηση της αγάπης, της χαράς και της ελευθερίας επί της γης»[1].  Σ’ ένα κόσμο μίσους και αντιπαλοτήτων, άγχους και κατάθλιψης, ανελευθερίας εξωτερικής και εσωτερικής, η Εκκλησία των Αγίων Πατέρων και Μητέρων, γίνεται σημείο που δείχνει έναν άλλον τρόπο ζωής, που χαρακτηρίζεται από κοινωνία προσώπων, χαρά και ελευθερία.

Θα μπορούσε κάποιος να επισημάνει ότι τέτοια χαρακτηριστικά απουσιάζουν από τους «ανθρώπους της Εκκλησίας», που, μάλλον από ακοινωνησία, μιζέρια και ενοχές χαρακτηρίζονται.  Μπορεί να είναι κι έτσι σε κάποιους… Η γενίκευση, όμως, και η απολυτοποίηση δεν είναι σοβαρή συμπεριφορά. 

Ο άνθρωπος που προβληματίζεται για την Αλήθεια, αναζητά και ψάχνει, βρίσκει.  Είναι αδύνατο, αν υπάρχει ειλικρίνεια, να μην τον συναντήσει ο Θεός και του αποκαλυφθεί.  Τότε, όση ταλαιπωρία και να προηγηθεί, θα φτάσει στη γνώση της Αλήθειας που χαροποιεί και ελευθερώνει, σύμφωνα με το Λόγο του Χριστού: «γνώσεσθε την Αλήθεια και η Αλήθεια ελευθερώσει υμάς».

Μέσα στην Εκκλησία, όπως μας τη γνωρίζουν οι παλαιότεροι και σύγχρονοι άγιοι – όχι μόνο όσοι αγιοκαταταχθήκαν αλλά και όσοι απλά και ταπεινά, έξω από ευσεβισμούς και ηθικισμούς και εγωισμούς, ζουν τη ζωή του Θεού – μπορούμε να μάθουμε εμπειρικά για την αγάπη, που καταργεί τη βασανιστική μοναξιά, για τη χαρά, που ψάχνουμε σε τρόπους που απουσιάζει κι ας φαντάζει, για την ελευθερία, κυρίως από τον εμπαθή εαυτό μας που υποκρίνεται.

Τότε θα πάρει νόημα η ζωή μας, η δυσκολία μας, ο εαυτός μας και οι γύρω μας, ο κόσμος ολόκληρος, γνωρίζοντας το λόγο ύπαρξής μας και του κόσμου, γνωρίζοντας ότι η Εκκλησία δεν είναι για να μας προσθέτει κόπο στον πόνο, αλλά για να ’ναι και για μας ό,τι ήταν για τους αγίους: πηγή αγάπης, χαράς, ελευθερίας.

[1] Έκδοση Ρηγοπούλου, Θεσσαλονίκη 1974, σ.37

Subscribe to Email